Ἄρθρα μαρκαρισμένα ὡς "γλώσσα"

Πολλά έχουν ειπωθεί και γραφτεί τις τελευταίες ημέρες με αφορμή την ομιλία του κ. Ροντούλη στο κοινοβούλιο, στην οποία ο ομιλητής παρομοίασε τους πασόκους  με γομάρια.Έβγαλαν λοιπόν όλοι τα λεξικά τους και άρχισαν να ψάχνουν τι εστί γομάρι. Υποζύγιο λέει ο ένας, γάιδαρος λέει ο άλλος και πάει λέγοντας.

Στην ποντιακή γλώσσα γομάρι δεν είναι κάποιο ζώο, είναι το φορτίο. Λέμε λ.χ. εφορτώθα το γομάρ κ΄εδέβα (φορτώθηκα το γομάρι και πήρα τον δρόμο, ξεκίνησα). Το γομάρι μπορεί να φορτωθεί σε άνθρωπο, σε γάιδαρο, σε μουλάρι κλπ.

Όμως με αφορμή την συγκυρία, μια σκέψις πέρασε από το μυαλό μου. Και η σκέψις αυτή είναι η εξής:

Γιατί να  προσπαθούμε οι πόντιοι να σώσουμε την γλώσσα μας, όπως και οι σαρακατσάνοι, όπως και οι Κρήτες κ.α. ο καθένας ξεχωριστά, αναζητούμε λέξεις, και προσπαθούμε να συντάξουμε λεξικά; Είναι δηλαδή ξένη γλώσσα η ποντιακή ή τα κρητικά ή τα σαρακατσάνικα;

Από την άλλη με ποια δικαιοδοσία αποφασίζει ένα ίδρυμα ή ινστιτούτο (βαρβαρική λέξις) ή ένας καθηγητής το ποια είναι η νεοελληνική γλώσσα και ποιες λέξεις θα γράφονται στα Ελληνικά λεξικά;

Και στην τελική ποία είναι η δημοτική νεοελληνική γλώσσα; Οι πόντιοι δεν ανήκουν στον δήμο; Οι σαρακατσάνοι ή οι κρητικοί ή οι υπόλοιποι Έλληνες δεν ανήκουν στον δήμο των Ελλήνων;

Επομένως ακόμη και στον ορισμό «δημοτική γλώσσα» σφάλουμε. Δεν υπάρχει δημοτική γλώσσα, υπάρχει κυρίαρχη και επιβεβλημένη γλώσσα, για να μην μιλήσουμε για σύνταξη και το περιπλέξουμε περισσότερο το θέμα.

Ένα πραγματικό Ελληνικό λεξικό λοιπόν δεν θα περιείχε την τομή* των υποσυνόλων των Ελληνικών λέξεων, όπως αυτά (τα υποσύνολα) ορίζονται από τα ιδιώματα, αλλά την ένωση* των, με την κατάλληλη σήμανση βεβαίως, λ.χ. κν:κοινή νεοελληνική, πντ:ποντιακά, σρκ: σαρακατσάνικα κ.ο.κ. . 

Ένα παράδειγμα: λέμε εμείς οι πόντιοι κρυφτίον (ή κρυφτείον, ας αποφασίσουν οι ειδικοί) το παιχνίδι κρυφτό. Τουλάχιστον έτσι το έλεγαν οι πόντιοι της προηγούμενης γενεάς που δεν είχαν υποστεί την σημερινή παλαιοελλαδική γλωσσική προπαγάνδα. Γιατί να μην αναφέρεται αυτή η λέξις στα Ελληνικά λεξικά; Μήπως δεν είναι Ελληνική; Είναι. Μήπως δεν είναι δημοτική; Είναι.

Από την άλλη είναι και διδακτικό το να γράφει στο λεξικό ότι (ας πούμε κάτι απλό) το εμπαίνω (ἐν+βαίνω) σημαίνει μπαίνω στα ποντιακά, ενισχύει και την ετυμολογική διαφάνεια, ομοίως και το απές: μέσα, άνθεν**, κάθεν** κλπ. Φαντάζομαι ότι αντίστοιχες λέξεις υπάρχουν σε όλα τα ιδιώματα, που φυσικά δεν είναι απλώς ιδιώματα μιας κάποιας πόλης, είναι γλωσσικές μορφές ολοκλήρων γεωγραφικών περιοχών και αξίζουν σεβασμού και προσοχής.

Επομένως χρειαζόμαστε μια νέα γενιά λεξικών που να περιέχουν όλες τις λέξεις του Ελληνισμού, η ελληνική γλώσσα δεν θα σωθεί τμηματικά, θα σωθεί ως όλον και ως όλον πρέπει να αντιμετωπίζεται.

Μα θα πει κάποιος, έτσι θα βγει το λεξικό τριπλάσιο σε μέγεθος.

Απάντησις: ας βγει. Έτσι είναι η Ελληνική γλώσσα, εξάλλου δεν γνωρίζαμε ότι τα λεξικά πρέπει να πωλούνται με το κιλό. Η ελληνική γλώσσα έχει ιωνικά κατάλοιπα, βυζαντινά, αιολικά, δωρικά σε διάφορες περιοχές. Εμείς λ.χ. λέμε σεπεμένον αυτό που άλλοι λένε σάπιο, όμως η σήψις γράφεται με ‘η’, δεν είναι αυτό χαρακτηριστική περίπτωσις διαφοράς ιωνικής και δωρικής προφοράς; Γιατί να μην φαίνεται αυτό σε ένα λεξικό; Έχουμε ανάγκη από ένα Ελληνικό πανλεξικόν για πολλούς λόγους, ο καθένας ας σκεφτεί τον δικό του.

________________________________

* Για όσους δεν είναι μυημένοι στα μαθηματικά, τομή είναι τα κοινά στοιχεία δύο ή περισσοτέρων συνόλων ενώ η ένωσις είναι όλα τα στοιχεία, κοινά και μη κοινά.

** Για να μην μας λένε ορισμένοι ειδήμονες ότι η καθαρεύουσα ήταν αποκλειστικώς κατασκευασμένη γλώσσα ή ότι δεν υπάρχει γλωσσική συνέχεια. Άνθεν:άνωθεν, κάθεν:κάτωθεν και δεκάδες έως χιλιάδες άλλων περιπτώσεων.

Στην παρούσα ανάρτηση θα επιστρατεύσουμε την λογική στο απλούστερο επίπεδο, σαν να βρισκόμαστε στο δημοτικό σχολείο. (κάντε υπομονή, είναι δύσκολο το άρθρο)

100+13+50+80=243       (1)

Σωστά; Όχι.

Το γεγονός ότι γράφουμε με τον άνω τρόπο την πρόσθεση μεγαλυτέρου πλήθους των δύο αριθμών, αποτελεί ένα μεγάλο λογικό άλμα ή πολλά μικρά.

Καταρχήν η πρόσθεση αριθμών είναι μια πράξις που εμείς έχουμε ορίσει, μέσα στα στενά όρια της ανθρώπινης λογικής και αντιλήψεως. Έχουμε ορίσει την πρόσθεση δύο (ή περισσοτέρων) αριθμών ως το συνολικό πλήθος δύο ομοειδών συνόλων, δηλαδή μιλάμε για ομαδοποίηση. Η ίδια η λέξις αριθμός ετυμολογείται από το ἀραρίσκω (ομαδοποιώ, συγκεντρώνω, συνάπτω). Στο σχολείο μαθαίνουμε την πρόσθεση ως την βασική και απλούστερη αριθμητική πράξη. Αυτό ίσως είναι λάθος. Η βασικότερη πράξις είναι ο πολλαπλασιασμός αφού η πρόσθεσις δεν μπορεί να οριστεί σε ανόμοια.

1ο άλμα:

Στην ουσία δηλαδή η παραπάνω πρόσθεση είναι η:

(100 χ 1) + (13 χ 1) + (50 χ 1) + (80 χ 1) = 243         (2)

Σαν να έχουμε σακιά με άσσους, ένα σακί με 100 άσσους, ένα σακί με 13 άσσους κοκ.  Άρα ποία είναι η θεμελιώδης πράξις; Ο πολλαπλασιασμός δια της ομαδοποιήσεως αφού κάθε αριθμός ορίζεται ως σύνολο μονάδων. Είναι βέβαια πολύ λεπτές οι ισορροπίες και σηκώνει πολύ συζήτηση το θέμα το εάν η πρώτη μας σκέψη όταν μαθαίνουμε τους αριθμούς (μάλλον μετρώντας τα δάχτυλα μας) είναι προσθετική ή πολλαπλασιαστική, εάν δηλαδή λέμε “και” (ένα δάχτυλο και ένα δάχτυλο) ή “δύο φορές” δάχτυλο. Σε κάθε περίπτωση, πριν ακόμη τον πολλαπλασιασμό ή την πρόσθεση, αυτό που μαθαίνουμε είναι η ομαδοποίηση. Μετράμε π.χ. τους δακτύλους τον χεριών και όχι των ποδιών.  Επομένως οι λέξεις: ομάς, παράγωγα του ἀραρίσκω, νέμω, ταξινομώ, ορώ, ορίζω κ.ο.κ. πρέπει να είναι οι πρώτες λέξεις που διδασκόμαστε.

2ο άλμα:

Όταν όμως προσθέτουμε (προς+θέτω) το κάνουμε για να μετρήσουμε. Τι να μετρήσουμε; Ομοειδή.

Θα μπορούσε η παραπάνω πράξις να είναι:

{(100 χ 1) χ α} + {(13 χ 1) χ β} + {(50 χ 1) χ γ} + {(80 χ 1) χ δ} = 243;         (3)

όπου α: πατάτες, β:μελιτζάνες, γ:κοκκύμελα (δαμάσκηνα), δ: ρεβύθια

Εμφανώς η παραπάνω παράστασις είναι σωστή μόνον εάν εντάξουμε τα α, β, γ, δ σε μία ευρύτερη ομάδα (υπερσύνολο) ώστε να μπορεί να οριστεί η πρόσθεσις. Μπορούμε δηλαδή να αντικαταστήσουμε τα α,β,γ,δ με το κ: καρποί και να πούμε ότι έχουμε 243 καρπούς.

Η παράσταση (3) επομένως ορίζεται μόνον όταν α,β,γ,δ € (€:ανήκουν) στο σύνολο Κ των καρπών. Εάν αντί για ρεβύθια είχαμε αστακούς τότε η (3) θα ορίζονταν μόνον εάν α, β, γ, δ € Ζ: ζωντανοί οργανισμοί διαφορετικά η πρόσθεσις δεν θα μπορούσε να γίνει. Πάλι επομένως προηγείται ο πολλαπλασιασμός της προσθέσεως και πάλι το ἀραρίσκω είναι το κλειδί της υποθέσεως. Γενικότερα η ετυμολογία των λέξεων με ρίζα το ἀραρίσκω θα έπρεπε να είναι το πρώτο μάθημα στο δημοτικό,  με παράγωγα τον αριθμό, αρμονία, αράδα, αρμαθιά και δεκάδες άλλα. Εμείς όμως, σαν γνήσιοι γλωσσοχωριάτες* που είμαστε, όχι μόνον δεν διδασκόμαστε την λέξιν αλλά ακόμη και στο διαδίκτυον μετά λύπης μου διαπιστώνω ότι ουδείς συνέγραψε γι΄ αυτό στο Βικιλεξικό. 

Μα θα πει κάποιος, στα μαθηματικά δεν υπάρχουν σύκα, κοκκύμελα, βοτρύδια, και μπακαλιάροι αλλά σκέτοι αριθμοί. Και οι σκέτοι αριθμοί ομαδοποιημένοι είναι όμως σε διάφορα σύνολα όπως αυτό των Φυσικών αριθμών Ν, των πραγματικών αριθμών R, των μιγαδικών, των ρητών κλπ.

Ουσιαστικώς δηλαδή η παράστασις (1) είναι αποτέλεσμα λογικών αλμάτων της (3) αλλά την χρησιμοποιούμε γιατί μπορούμε να συνεννοηθούμε μεταξύ μας, ασχέτως εάν οι περισσότεροι δεν γνωρίζουν τα λογικά βήματα.

3ο άλμα:

Όμως υπάρχουν και άλλα λογικά άλματα στην (1) όπως αυτό της προσεταιριστικής ιδιότητος. Εμείς κατά βάθος υπολογίζουμε σειριακώς. Προσθέτουμε τον πρώτο αριθμό με τον δεύτερο, το αποτέλεσμα τους με τον τρίτο άριθμό κ.ο.κ.

Υπολογίζουμε δηλαδή:

100+13=113

113+50=163

163+80=243

Η παράστασις δηλαδή είναι

{[(100+13)+50]+80}=243      (4)

με σειρά προτεραιότητος πρώτα τον υπολογισμό της πράξεως εντός της παρενθέσεως, έπειτα εντός της αγκύλης και μετά του  αγκίστρου.

Για να φτάσουμε από την (4) στην (1) έχουμε αποδείξει μαθηματικώς ότι

α+(β+γ)=(α+β)+γ=α+β+γ, για κάθε α,β,γ€R (άρα και στα υποσύνολα Ν, Ζ, Q, …) .

Μέχρι στιγμής λοιπόν, γράφοντας απευθείας την (1) έχουμε κάνει 3 λογικά άλματα. (Υπάρχουν και άλλα αλλά δεν υπάρχει λόγος να κουράσουμε παραπάνω)

Σιγά το νέο, θα πει κάποιος, και σιγά το χρήσιμο.

Όμως είναι πολύ σημαντικό να γνωρίζουμε πότε υπάρχει ένα λογικό άλμα. Εδώ μιλάμε για μαθηματικά και παρόλο που αναφερόμαστε σε αριθμούς (σιγά τ΄ ωβά δηλαδή) μπορούμε να προσπεράσουμε ευκόλως λεπτομέρειες, τις οποίες εάν αγνοούμε δυνάμεθα να υποπέσουμε σε τεράστια σφάλματα χωρίς καν να τα υποψιαστούμε, πόσο δε μάλλον όταν ένα λογικό άλμα σε μία κοινωνική, πολιτική κλπ άποψη δεν μπορεί να διερευνηθεί και να αναλυθεί ευκόλως με μαθηματικά εργαλεία και μεθόδους.

Μπορεί στην (1) να υπάρχουν μερικά λογικά άλματα όμως σε άλλες περιπτώσεις υπάρχουν και τα λογικοφάνη άλματα, αυτά που φαίνονται ευκόλως εννοούμμενα αλλά στην ουσία είναι παραπλανητικά. Αυτός είναι ο τρόπος λειτουργίας των δημαγωγών οι οποίοι πότε παρακάμπτουν λογικά βήματα και πότε τα παραποιούν, μετασχηματίζοντας τα στοιχειωδώς ώστε τελικώς να οδηγήσουν σε εσφαλμένα λογικά συμπεράσματα.

Σήμερα ο επιστημονικός – πλην θετικών (βλ.θέτω, θέσις) επιστημών – χώρος είναι γεμάτος από εύκολα συμπεράσματα τα οποία γίνονται περίφημα μέσα από την διάδοση τους. Λέει λ.χ. κάποιος ότι η Ελληνική γλώσσα έχει 6 εκ. λέξεις λέει και κάποιος άλλος ότι η Ελληνική έχει μόν0ν 150 χιλ. λέξεις. Δημιουργεί οπαδούς ο μεν, οπαδούς και ο δε. Άλλους ο ένας άλλους ο άλλος. Χρησιμοποιούνται λογικοφανή άλματα για να επικυρώσουν ιδεοληπτικές επιχειρηματολογίες, δεν είναι δηλαδή η λογική εργαλείο του μυαλού τους αλλά υποχείριο αυτού προκειμένου να οδηγήσει σε αποφασισμένα συμπεράσματα.

Η πραγματική όμως απάντηση είναι μία. Δεν ξέρουμε πόσες είναι οι Ελληνικές λέξεις και απόδειξις δεν νοείται ως όρος εάν αυτή δεν γίνει με μαθηματικά εργαλεία και μαθηματικές μεθόδους. Το εξακριβωμένο είναι ότι έχουν καταμετρηθεί στο TLG (από ό,τι λένε, εγώ δεν έχω το βίτσιο να μετράω λέξεις) 200.000 λέξεις. Ένα όμως επίσης δεδομένο είναι ότι έχει σωθεί μόλις το 3-5% της αρχαίας Ελληνικής γραμματείας. Αυτό τι μας λέει; Μας λέει ότι όποια συμπεράσματα και εάν βγάλουμε με τα υπάρχοντα δεδομένα, μόλις και μετά βίας ξεπερνάμε τα όρια του στατιστικού σφάλματος.

Εάν λοιπόν ακολουθήσουμε μπακάλικες λογικές, όπως κάποιες εδώ, θα εφαρμόζαμε απλή μέθοδο των τριών και τα λέγαμε: στο 5% της γραμματείας εβρέθησαν 200.000 λέξεις, στα 100% πόσο; Έτσι θα καταλήγαμε σε ένα πλήθος λέξεων της τάξεως των 4 εκ. Όμως μπακάληδες εμείς δεν είμαστε.Είμαστε; Δεν είμαστε. Πάμε παρακάτω.

Έχω επανελημένως αναφέρει ότι η Ελληνική γλώσσα είναι ίσως ένας πολυδιάστατος διανυσματικός χώρος όπως επίσης έχω ξεκαθαρίσει ότι αυτό προς το παρόν δεν μπορώ να το αποδείξω γιατί δεν είμαι έτοιμος ακόμη καθώς πρέπει να συλλέξω τις ρίζες και να αποφασίσω για την εσωτερική και εξωτερική πράξη που θα ορίσω. Μια σκέψις μου είναι να ορίσω την σύνθεση λέξεων ως εσωτερική πράξη ενώ ως εξωτερική…θα δούμε, ίσως κάτι με τις προθέσεις.

Το σύνολο τον φυσικών αριθμών είναι διανυσματικός χώρος. Όμως οι αρχαίοι δεν ανέφεραν όλους τους αριθμούς στα γραπτά τους. Έστω ότι ο μεγαλύτερος αριθμός που έχει αναφερθεί στην γνωστή αρχαία Ελληνική γραμματεία είναι η μυριάς, τι συμπέρασμα θα βγάλουμε; Ότι οι αρχαίοι δεν ήξεραν να μετράν παραπάνω;

Εάν όμως ισχύει η θεωρεία μου περί διανυσματικού χώρου τότε δεν έχει καν σημασία εάν έχει αναφερθεί μια λέξη ή έστω εάν έχει ειπωθεί ή γραφτεί ποτέ. Σημασία έχει να ανήκει στον χώρο.

Έστω λ.χ. η λέξις παρυπόδημα (έστω, δεν το έχω ψάξει) δεν έχει αναφερθεί ποτέ και πουθενά. Έχει καμιά σημασία; Σημασία έχει ότι είναι κατανοητή και ικανοποιεί τις συνθήκες και δομές του Ελληνικού γλωσσικού χώρου. Η λέξις είναι εκεί και μας περιμένει να την χρησιμοποιήσουμε και εάν δεν το κάνουμε δεν σημαίνει ότι αυτή δεν υπάρχει,  όπως υπήρχε και ο αριθμός 1.101.101,10 πριν την περίφημη ταινία με τον Χόρν, ασχέτως εάν τον χρησιμοποίησε ή όχι κάποιος μέχρι τότε.

Επομένως οι λέξεις σαφώς και υπερβαίνουν κατά πολύ το γνωστό εκ του TLG πλήθος Ελληνικών λέξεων. Οι λέξεις μάλιστα είναι άπειρες και δεν χρειάζεται να υπολογίσουμε το πλήθος των συνδυασμών των λέξεων που μπορούν να παράξουν τα 24 γράμματα, για τον πολύ απλό λόγο ότι αφενός δεν έχουμε περιορισμό εύρους λέξεων (δεν είναι κομπιουτερίστικη η γλώσσα για να έχει μέγιστο εύρος λέξεων) και αφετέρου κάθε γράμμα μπορεί να επαναληφθεί ξανά και ξανά και ξανά μέσα στην ίδια λέξη.

Και αυτό όμως που κάνω εγώ στο παρόν άρθρο είναι ένα λογικό άλμα το οποίο θα πάψει να είναι άλμα εάν και μόνον εάν αποδειχθεί η θεωρεία του  διανυσματικού χώρου. Το βέβαιον πάντως είναι ότι οι λέξεις μπορεί να μην είναι 6 εκ (μπορεί και να είναι) αλλά σίγουρα είναι πάνω από 200.000 και σαφώς η Ελληνική είναι η ωραιοτέρα και αρτιότερα γλώσσα που ξέρουμε. Μακάρι να μας την είχαν διδάξει και σωστά οι πιστοί ακόλουθοι της γλωσσικής απλοποιήσεως, αυτοί δηλαδή που προτίμησαν να μας διδάξουν έναν υπόχωρο του ευρυτέρου γλωσσικού χώρου (στην καλύτερη περίπτωση) ή ένα σύνολο λέξεως ότι και όπως νά’ναι (στην χειρότερη και πιθανότερη), ό,τι χωρούσε στο πρόγραμμα διδασκαλίας δηλαδή, σοσιαλιστικά πασαλείμματα (για να πω και εγώ το ιδεολογικό μου).

Με αφορμή ένα άρθρο του Μπαμπινιώτη στο ΒΗΜΑ σχετικά με τις λέξεις (αβγό, αφτί, κτήριο, καλύτερος, αλλιώς, βρόμα, παλιός, πιρούνι, γλείφω) με «έπιασε για άλλη μια φορά το παράπονο» που οι γλωσσολόγοι αγνοούν την ποντιακή γλώσσα και επιμένουν να μην την μελετούν και σίγουρα να μην την αναφέρουν όσο της αξίζει. Γλωσσολόγος δεν είμαι αλλά θα κάνω μια προσπάθεια να με τις αντίστοιχες ποντιακές των παραπάνω λέξεων.

  • αβγό: Η λέξη στα ποντιακά λέγεται ὠβόν (πληθ. τα ωβά) που προφανώς προέρχεται απευθείας από το αρχαίο ὠόν ή ὠFόν (F: δίγαμμα)
  • αφτί: Η ποντιακή γλώσσα διατηρεί ατόφια την αρχαιοελληνική μορφή ὠτίν (πλθ: τὰ ὠτία, αττικό: τὸ ὠτίον)
  • αλλιώς: Εν αντιθέσῃ με όσα ισχυρίζεται το άρθρο, στα ποντιακά η λέξη είναι το «αλλέως» επομένως η μεσαιωνική της μορφή είναι ακόμη ζωντανή.
  • παλιός: Οι πόντιοι λέμε παλαιόν, που ίσως γράφεται παληόν (αν και ο Μπαμπινιώτης διαφωνεί), ερασμιακώς προφερόμενο ως παλεόν ή παλαιόν. Ας την βρούνε την άκρη οι γλωσσολόγοι. Για την ερασμιακή προφορά, οι απόψεις διίστανται,  ειδικά όμως στην περίπτωση του «η» (ήτα) υπάρχουν πολλές περιπτώσεις στην ποντιακή όπου προφέρεται «ε» πχ α(ού)τε (αυτή), έγκα τεν (την (νεο-αθηναϊκό «της») έφερα), επέρα (πήρα), τερώ (τηρώ) κλπ
  • πιρούνι: Ακόμη μια περίπτωση όπου αγνοείται η ποντιακή λέξη «περόν». Το «πιρούνι« κατά τον Μπαμπινιώτη ετυμολογείται από την λέξη «περόνιον». Επομένως ιδού άλλη μια περίπτωση όπου η ποντιακή διατηρεί όχι μόνο την αρχαία λέξη αλλά ακόμη και το γένος (αρχ. το περόνιον, ποντιακά: το περόν)
  • καλύτερος: Στα ποντιακά υπάρχει ο συγκριτικός βαθμός «καλλίων» (πχ καλλίων έν  να…) ή «άλλο καλλίων» (αυτό ομολογώ ότι δεν γνωρίζω αν πρέπει να γραφτεί άλλο ή άλλω ή ἄλλῳ). Το «καλλίων» είναι το νεοελληνικό τροπικό επίρρημα «καλύτερα» ενώ όταν στα ποντιακά αναφερόμαστε στο νεοελληνικό επίθετο «καλός» (πχ καλός άνθρωπος) ο συγκριτικός βαθμός είναι «άλλο καλός άνθρωπος» (ή άλλω, νέα Ελληνικά: πιο  καλός άνθρωπος) ενώ ο υπερθετικός «όλων τω καλών ο άνθρωπον» (πιθανολογώ ότι είναι δοτική, αν κάνω γραμματικά λάθη…είπαμε δεν είμαι ούτε γλωσσολόγος ούτε φιλόλογος, απλά προσπαθώ να διεγείρω την περιέργεια και το ενδιαφέρον των αναγνωστών).
  • Ελιά: Ακόμη και εδώ έχουμε κοντινή σχέση των αρχαίων με τα ποντιακά. Η ελιά λέγεται «ελαία» (αρχ. ἐλαία) με πληθυντικό: τα ελαίας, ενώ το λάδι λέγεται «ελάαδ» (αρχ. ἐλάα, ἐλάδιν, ἐλάδιον) (δεν κάνω προσπάθεια να αρχαιοποιήσω το ελάαδ, όντως υπάρχει μακρότητα στο «α»)
Τα δύο σχετικά δημοσιεύματα του κ. Μπαμπινιώτη εδώ και εδώ.