Ἀρχεῖο γιὰ τὴν κατηγορία ‘Γλώσσα’

Ἀφοῦ ὁ ‘σοσιαλισμός’ ἐτυμολογεῖται ἀπό τὸ social – δημόσιος θὰ λέγαμε γιατὶ ἡ κοινωνία ἀφορᾷ τοὺς κοινοὺς, τοὺς ὁμοίους δηλαδή – …

…τότε πῶς γίνεται νὰ ὑπάρχει σοσιαλδημοκρατία;

Εἶναι μήπως ἄλλο ὁ πρᾶγμα σοσιαλισμός καὶ ἄλλο πρᾶγμα ἡ δημοκρατία;

Εἶναι Ὑβρίδιον ἡ σοσιαλδημοκρατία;

Καὶ πῶς γίνεται κάποιοι σοσιαλιστές νὰ εἶναι προασπιστές τῆς δημοκρατίας ἀφοῦ εἶναι ἄλλο ὁ σοσιαλισμός καὶ ἄλλο ἡ δημοκρατία (ἡ ἰσχύς τοῦ δήμου);

Ἀν λοιπόν σοσιαλισμός διάφορος τῆς δημοκρατίας ἄρα ὑπάρχει καὶ ἀντιδημοκρατικός σοσιαλισμός.
(Ἡ πάλι μήπως μόνον ἀντιδημοκρατικός σοσιαλισμός ὑπάρχει;)

Ἡ δημοκρατία δέν κινδυνεύει ἀπό αὐτούς ποὺ τήν ἐχθρεύονται μᾶλλον(:περισσότερον) ἀπό ὅσους ποὺ τήν καπηλεύονται.

(Καὶ) ἐδῶ ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα λύνει τὸ σύμπλεγμα. Ἄλλο τὸ ‘τε’ καὶ ἄλλο τὸ ‘καὶ’.
Εἶναι δηλαδή ἄλλο πρᾶγμα ἐάν πούμε:
«Ο Σβόμποντα εκπροσωπεί το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Αυστρίας και, από τις 17 Ιανουαρίου 2012, είναι επικεφαλής της πολιτικής ομάδας της Προοδευτικής Συμμαχίας Σοσιαλιστών* και Δημοκρατών στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.»
καὶ ἄλλο τὸ:
Ὁ Σβομπόντα… Προοδευτικῆς Συμμαχίας Σοσιαλιστῶν τε Δημοκρατῶν …

Προφανῶς ὁ Σβομπόντα (μὲ τὸ μᾶλλον σλαβικόν ὄνυμαν) δέν εἶναι ‘Σοσιαλιστής τε Δημοκράτης’ ἀλλά ‘Σοσιαλιστής καὶ Δημοκράτης’…
… τὸ δεύτερον πιθανότατα ἀποτελεῖ κάλυψιν-ἀπόκρυψιν-παραλλαγήν γιὰ τὸ πρῶτον.

Ὁ Σβομπόντα καὶ κανένας Σβομπόντα ἤ ἄλλος σοσιαλιστής δέν εἶναι δημοκράτες…

… εἶναι ἀπλῶς δημομπαῖκτες.

Οἱ ἀρχαῖοι εἶχαν τὸ ῥῆμα «δημίζω» γιὰ αὐτόν ποὺ προσεποιῆτο τὸν φίλον τοῦ δήμου.

Στὸ ἐξής λοιπόν οἱ σοσιαλιστές θὰ ἔχουν δικό τους ‘τε’ :
Σοσιαλισταί τε δημίζοντες.

__________________

Μᾶς τὸ λέγει ἐξ ἄλλου: «συμμαχία». Καὶ μόνον ἡ λέξις συμμαχία δηλοῖ ἡμῖν ὅτι εἶναι διαφορετικὰ τὰ στρατόπεδα.
Ὄχι ὅμως Συμμαχια Σοσιαλιστῶν καὶ Δημοκρατικῶν ὅπως ψευδῶς δηλώνουν, ἀλλά συμμαχία κάποιων σοσιαλιστῶν καὶ κάποιων δημοκρατῶν.
Δύο λέξεις μόνον ἀρκοῦν: Συμμαχία Δημιζόντων καὶ ἐπειδή ἡ συνωμοσία ἐτυμολογεῖται ἀπό τὸ σύν+ὄμνυμι (κάνω κοινοὺς ὄρκους) μᾶλλον πρὲπει νὰ ὁμιλοῦμε περὶ Δημιζόντων Συνωμοσίας .

Ἐχουμε ξαναπει. Οι ανθελληνικές θέσεις που κατά καιρούς ακούγονται δέν έχουν σκοπό να μας πείσουν για την ορθότητα των. Χέστηκαν οι προπαγανδιστές εάν θα τους πιστέψουμε ή όχι, εάν θα μας πείσουν ή αν θα μας αλλάξουν τις απόψεις. Ο ρόλος των διαφόρων που ρίχνουν το φαρμάκι των έχει να κάνει με την μέθοδον της σταγόνας. Το δηλητήριον δηλαδή που πέφτει σταγόνα-σταγόνα στην τεράστια κανάτα μας μέχρι να πάψουμε να αντιδρούμε σε αυτό, να θεωρούμε δηλαδή δεδομένη την ύπαρξη του ώστε να πάψουμε να αντιδρούμε.

Βεβαίως οι προπαγανδιστές τύπου Ρεπούση, Δραγώνα κλπ κάνουν ένα λάθος. Ξεχούν ότι ο Μιθριδάτισμός είναι μέθοδος αυτοπροστασίας. Καλό μας κάνουν δηλαδή με τέτοια δηλητήρια γιατί στο τέλος θα αποκτήσουμε μόνιμη ανοσία στα φαρμάκια.

Από την άλλη βεβαίως άποψι είτε ένα μικρό είτε ένα μεγάλο σκατό αν ρίξει κάποιος στην κανάτα, το νερό δεν θα πίνεται. Δυστυχώς όμως για κάποιους ανθέλληνες η ελληνική γλώσσα δεν βρίσκεται σε κανάτα αλλά σε νάμα και το τρεχούμενον ύδωρ μπορεί να καθαρίσει κάθε ακαθαρσία. Έχει καθαρίσει και έχει καθαρίσει τόσα και τόσα η ελληνική γλώσσα στο διάβα της. Στην Ρεπούση θα κολλήσει;

Νεκρά λοιπόν η αρχαία ελληνική γλώσσα κατά την συνωστισμένη Ρεπούση η οποία προέτεινε την κατάργησιν των ως υποχρεωτικόν μάθημα από τις σχολικές αίθουσες.

Ερώτησις: Ποία από όλες;
Η Ομηρική αρχαία; Η αττική; Η δωρική; Η Ελληνιστική;
Ποία;

Ὀταν μιλάμε για αρχαία πρέπει να ξέρουμε ότι το αρχαίον ετυμολογείται από την αρχή. Για τους Αθηναίους της εποχής του Περικλέους αρχαία ήταν η Ομηρική γλώσσα. Για τους Ελληνιστάς αρχαία ήταν και η Ομηρική και η αττική.
Νεκρά ήταν η αττική διάλεκτος κατά τα Ελληνιστικά χρόνια, αττικιστές όμως υπήρξαν πολλοί καθ’όλην την διάρκειαν της Ελληνιστικής περιόδου.

Όταν αναφερόμαστε στον Ελληνισμόν, ή λέξις «αρχαίος» είναι άτοπος. Μόνον σε συγκριτικόν βαθμόν μπορεί να καθορισθεί η αρχή, το μόνον δηλαδή που ορίζεται είναι το αρχαιότερον. Δεν διδασκόμαστε λοιπόν στα σχολεία αρχαία ελληνικά αλλά αρχαιότερα ημίν Ελληνικά.

Ποίος όμως είναι ο σκοπός του σχολείου;

Είναι σκοπός του σχολείου η διδασκαλεία των ήδη γνωστών;
Όταν πάει ένας παις στο σχολείον ήδη γνωρίζει να μετράει με τα δάκτυλα του μέχρι το 10.
Γιατί λοιπόν πάει στο σχολείο; Για να μάθει να μετράει μέχρι το 10;
Σαφώς και για να μάθει να μετράει γενικώς.

Τα αρχαία, είπεν η Ρεπούση, πρέπει να διδάσκονται μόνον σε όσους θέλουν να ακολουθήσουν κλασικές σπουδές.
Γιατί να μαθαίνει το παιδίον πολλαπλασιασμόν όταν μπορεί να φθάσει στο ίδιο αποτέλεσμα με διαδοχικές προσθέσεις;
Για να πηγαίνει στον μπακάλη και να σκέπτεται πολλαπλασιασμούς και ολοκληρώματα;
Μόνον όσοι θα πηγαίνουν για μαθηματικοί πρέπει να γνωρίζουν πόσο κάνει πέντε επί πέντε. Οι υπόλοιποι απλώς θα μπορούν να προσθέτουν μία μούντζα φορές το πλήθος των δακτύλων μίας μούντζας Και όταν με το καλό βγάλουν το σωστό αποτέλεσμα (που μάλλον δεν θα το βγάλουν γιατί έχουμε 4 άκρα άρα το πολύ μέχρι το 20 να μπορούμε να πετρήσουμε) να φασκελώσουν την διάσημη ανθέλληνα.
Μόνον όσοι θέλουν να γίνουν ιατροί πρέπει να διδάσκονται βιολογία; Ή πάλι μόνον όσοι θέλουν να γίνουν αθλητές πρέπει να κάνουν γυμναστική; Γιατί να διδάσκονται γλώσσες προγραμματισμού σε όσους δεν θέλουν να γίνουν προγραμματιστές;

Το σχολείον είπαμε έχει ως προορισμό να μας διδάσκει αυτά που δεν γνωρίζουμε και να μας δείχνει τον δρόμο να μαθαίνουμε την υπόλοιπη ζωή μας. Σωστά; Σωστά.
Μα την δημοτικιά γλώσσα υποτίθεται ότι την γνωρίζουμε. Αυτό δεν ήταν το αντικείμενο της διαμάχης του γλωσσικού ζητήματος;
Γιαυτό δεν λέγεται «δημοτική» η δημοτική; Δεν την ονόμασαν έτσι επειδή είναι η γλώσσα του δήμου;
Συνεπώς την δημοτική την ξέρουμε. Γιατί να πάμε στο σχολείο να μάθουμε κάτι που ήδη γνωρίζουμε;
Μήπως τα νέα ελληνικά είναι καλόν να διδάσκονται για να μαθαίνουν Ελληνικά τα αλβανοπακιστανά αλλά τα αρχαιότερα είναι κακόν για να μην μαθαίνουν οι Έλληνες το γένος των;

Κατάργησις των νέων ελληνικών από τα σχολεία.
Εάν λοιπόν σκοπός του σχολείου είναι η μάθησις τότε η διδασκαλεία του ήδη γνωστού είναι αντιεκπαιδευτική. Εάν λοιπόν πρέπει να καταργηθεί η διδασκαλεία κάποιας γλώσσης αυτή θα πρέπει να είναι των νέων Ελληνικών. Ή μήπως η ΚΝΕ (Κοινή Νέα Ελληνική) τελικά δεν είναι τόσο δημοτική όσο θέλουν να λένε;

Στην δική μου λ.χ. δημοτική γλώσσα, την γλώσσα δηλαδή του δήμου των Ποντίων η προστακτική σχηματίζεται με κατάληξιν -σον, ακριβώς όπως και στην νεκρά κατά Ρεπούση αρχαία (αρχαιοτέρα κατ’ εμέ) ελληνική γλώσσα.

Ας καταργηθούν επομένως τα νέα ελληνικά, τα οποία τα γνωρίζουμε από το σπίτι αφού είναι μητρική μας γλώσσα (για όσους είναι. Όσοι κατάγονται από ελληνικό σπίτι. Οι Αλβανοί θα μαθαίνουν την δική των μητρική) και στα σχολεία να διδάσκεται μόνον η αρχαιοτέρα ελληνική ως γλώσσα που δεν την γνωρίζουμε άρα πρέπει να την μάθουμε, όπως δεν γνωρίζουμε μαθηματικά αλλά τα μαθαίνουμε, όπως δεν γνωρίζουμε γεωγραφία αλλά την διδασκόμαστε.

Άλλο θέμα εάν διδάσκονται με τον σωστόν τρόπον τα αρχαιότερα ελληνικά και άλλο θέμα εάν πρέπει ή δεν πρέπει να διδάσκονται. Όποιος μπερδεύει τα δύο ανήκει στην κατηγορίαν όσων συγχέουν την βούρτσα με την Λούτσα. Σαφώς και δεν διδάσκονται σωστά τα αρχαιότερα ελληνικά αφού διδάσκονται από μονοδιάστατα ρομποτάκια-παπαγάλους των φιλολογικών σχολών τα οποία δεν ξέρουν να σκέφτονται ΑΚΡΙΒΩΣ διότι δέν έλαβαν σφαιρικήν γνώσιν αλλά εξειδικεύτηκαν στην γλώσσα. Αυτό όμως είναι άλλο θέμα.

Υπό αυτήν την έννοιαν μας κάνει καλό η Ρεπούση που υπάρχει διότι μας κάνει μαθήματα ανθελληνισμού και ελληνομηδενισμού. Πρέπει να ξέρουμε πώς σκέφτονται αυτοί οι τύποι, μάθημα είναι και αυτό, όχι για να γίνουμε ανθέλληνες αλλά για να μάθουμε πώς να τους αντιμετωπίζουμε, όπως ακριβώς και ένας εκπαιδευτής σκύλων δεν μαθαίνει τον χαρακτήρα του σκύλου ὠστε να μάθει να υλάζει (γαβγίζει, αρχ. υλακτέω) ο ίδιος αλλά για να τον ελέγχει. Και είναι φως φανάρι ότι θα αντιμετωπίσουμε πολλές τέτοιες Ρεπούστικες περιπτώσεις στα επόμενα χρόνια. Μας εκπαιδεύει η Ρεπούση για να προσέχουμε να μην μας δάξει.

Τα αρχαιότερα ελληνικά δεν γνωρίζω εάν είναι νεκρά ή ζωντανά (αλήθεια θα μαθαίναμε για «νεκρές γλώσσες» εάν κάποιες δραγωνορεπούσιδες δεν μας μυούσαν στην ορολογία «νεκρή γλώσσα» σπέρνοντας μας δολίως την αμφιβολίαν; ) το μόνον βέβαιον είναι ότι η ανθελληνική γλώσσα είναι ολοζώντανος και θα παραμείνει ζωντανή για αρκετό καιρό ακόμη.

Προσεχώς.

Τί πάει να πεί Ελληνόφωνοι πληθυσμοί;
Τί πάει να πει εξελληνισμένοι;

Ή Ελληνιστική περίοδος είναι από το 323 π.Χ. έως το 146 π.Χ. δηλαδή περίπου 177 χρόνια.
Η Ελληνιστική κοινή αναφέρεται στην περίοδο από το 300 π.Χ ώς το 600 μ.Χ.
Τι διάολο; Ο Αλέξανδρος αντί να πολεμάει έκανε τον γλωσσοδιδάσκαλο;
Οι διάδοχοι, οι επίγονοι κλπ δεν πολεμούσαν αλλά έστελναν γράμματα δεξιά και αριστερά;

Τι πάει λοιπόν να πει Εξελληνισμένοι λαοί;
Γιατί δεν είχαμε εκρωμαϊσμένους λαούς όταν η Ρωμαϊκή περίοδος διήρκησε από το 146 π.Χ. έως το 1453 μ.Χ.;

Δηλαδή ο Αλέξανδρος, οι διάδοχοι και οι επίγονοι κατάφεραν να εξελληνίσουν την μισή Μεσόγειον μέσα σε ελάχιστον χρόνον αλλά δεν κατάφεραν οι Ρωμαίοι να την εκρωμαΐσουν στον δεκαπλάσιον χρόνον;

Η απάντησις είναι πολύ απλή.
Δεν μιλάμε για εξελληνισμένους πληθυσμούς. Μιλάμε για πληθυσμιακή υπεροχή των Ελλήνων.
Συνεπώς δεν μιλάμε για αυτοκρατορία των Ρωμαίων αλλά για Ελληνική αυτοκρατορία υπό Ρωμαϊκή εξουσία.
Όλη η Μεσόγειος, από τις Ηράκλειες Στήλες μέχρι την Κασπία, την Αίγυπτο ήταν γεμάτη από Έλληνες οι οποίοι φυσικά ήταν Ελληνόφωνοι, Έλληνες γαρ.

Εξελληνίσθησαν μεν και άλλοι λαοί επειδή όμως ήταν μειονότητες και όχι επειδή κάποιος τους δίδαξε την Ελληνικήν και είδαν το φώς το αληθινόν.

Εάν η εξουσία ήταν ικανή να καθιερώνει γλώσσες, τότε σήμερα θα μιλούσαμε λατινικά.
Απεναντίας η πληθυσμιακή υπεροχή των Ελλήνων ανάγκασε την Ρωμαϊκή εξουσία να γίνει Ελληνόφωνη, διότι οι γλώσσες δεν καθιερώνονται με διατάγματα αλλά από την αγορά, δηλαδή από τον κόσμο, εκτός από την περίοδο της τουρκοκρατίας όπου είχαμε εκτουρκισμόν δια της βίας, της απομονώσεως και της φυσικής εξοντώσεως.

Εν αρχή ην το σπέρμα. Ελληνικά μιλούσαν οι Έλληνες που ήταν παντού. Η Ρώμη δεν ήταν τίποτα άλλο παρά ένα σύστημα διαχειρίσεως της εξουσίας. Εξάλλου οι Ρωμαίοι δεν μας νίκησαν. Αυτονικηθήκαμε δια του διχασμού.

Το ερώτημα όμως παραμένει. Γιατί η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία δεν μπόρεσε να εκλατινίσει τους πληθυσμούς παρόλο που είχε στην διάθεσι της άπειρο χρόνο και πώς επί Ελληνιστικών χρόνων εξελληνίστηκαν τόσο μεγάλοι πληθυσμοί μέσα σε ελάχιστο χρόνο; Μήπως γιατί ήταν ήδη Έλληνες;

Προσεχώς.

Ιδέες και σχόλια δεκτά από τώρα.

Μας έχουν πρήξει τα ούμπαλα εδώ και μερικά χρόνια με τον «γενετήσιο προσανατολισμό». Βρε από εδώ το γυρνάνε, βρε από εκεί το στρέφουν, όλο νέους όρους μας παρουσιάζουν. Μας το ξεκίνησαν ως «γενετήσιον προσανατολισμόν», τον έκαναν «σεξουαλικό», τώρα μας εμφάνισαν μια νέα λέξι : «διεμφυλικοί» λέγονται οι κίναιδοι (τρανς), μετά την κατάχρησι της «φιλίας» (ομοφυλοφιλία) και την καπήλευση της νήσου Λέσβου (λεσβία | απορώ γιατί η Λέσβος δεν τους έχει πάει στα δικαστήρια τους τύπους που ταυτίζουν το νησί τους με την ανωμαλία).

Γιατί ψάχνουν νέους όρους;
Μα γιατί δεν τους αφήνει η Ελληνική γλώσσα να λένε μαλακίες. Έτσι ψάχνουν, ψάχνουν αλλά στο τέλος πάλι στο αρχαίον «κίναιδος» θα φθάσουν γιατί αυτή είναι η μόνη σωστή λέξις.

Καταρχήν ο όρος γεν- (γίγνομαι) έχει να κάνει με την αναπαραγωγική διαδικασία.
Ως γνωστόν για να αναπαραχθεί ο άνθρωπος απαιτείται η συνεύρεσις των δύο φύλων (δεν υπάρχει τρίτο) και μετά από την ολοκλήρωσιν της ερωτικής πράξεως, τον γάμο δηλαδή, ενχέεται το σπέρμα στον κόλπο, όπου τα σπερματοζωάρια αναζητούν το ωάριον και τελικώς μόνον ένα, μόνον το ικανότερον φθάνει στον στόχο της διεισδύσεως εντός του ωαρίου, σχηματίζοντας μαζί με το ωάριον το ζυγωτόν κύτταρον το οποίον αποτελείται από τα χρωμοσώματα των δύο γαμετών. Δεν μπορεί οι γαμέτες να ανήκουν στο ίδιο φύλο, οι γαμέτες είναι πάντοτε διαφορετικού φύλου.

Αυτά… Δηλαδή γάμος, γένος, γίγνομαι, ζεύγος κλπ είναι λέξεις που αφορούν ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ και μόνον την αναπαραγωγική διαδικασία. Οι ομο…τέτοιοι δεν γαμιούνται, δεν κάνουν γάμους, δεν γεννούν, δεν κάνουν οικο-γένειες, δεν έχουν τέκνα (από τόκο | ο άνδρας γεννά, η γυναίκα τίκτει) και όσο και εάν επιμένουν, γάμος ομο..τέτοιων δεν μπορεί να γίνει γιατί ο γάμος δεν είναι συμβολαιογραφική πράξις αλλά ιεροτελεστία που αφορά μόνον δύο μέλη διαφορετικών φύλων και όχι του ιδίου.

Γαμηλιών ήταν ο έβδομος μήν του Αττικού ημερολογίου, μήνας κατά τον οποίον γινόντουσαν πολλοί γάμοι αλλά και εορτάζοντο ο γάμος του Διός με την Ήρα.

Από  όλα αυτά συνεπάγεται ότι διάκρισις βάσει του «γενετησίου προσανατολισμού» δεν μπορεί να γίνει, είναι γλωσσικό άτοπον γιατί ο «γενετήσιος» είναι ένας συγκεκριμένος προσανατολισμός, αυτός που δυνητικά οδηγεί στην αναπαραγωγή. Τα παράπονα των ενδιαφερομένων όχι στον δήμαρχο αλλά στον θεό που έκανε έτσι τα πράγματα. Προφανώς λοιπόν δεν εννοούν τον γενετήσιο προσανατολισμό αλλά τον «ηδονιστικό προσανατολισμό». Όμως ηδονιστικό προσανατολισμό έχει και ο μαλάκας. Τι θα κάνουμε τώρα; Θα ποινικοποιήσουμε και την λέξι «μαλάκας» που είναι ψωμοτύρι μεταξύ των Ελλήνων, για να μην πούμε σε όλον τον κόσμο μια που είναι πλέον διεθνής λέξις;
Τέλος πάντων και ο μαλάκας έχει ψυχή και ηδονιστικές προτιμήσεις.
Ζητούμε από τους δύο δημάρχους Αθηνών και Θεσσαλονίκης να ορίσουν ημερομηνίες παρελάσεων «μαλακιακής υπερηφανείας» καθώς και μια επιστολή από το ΣΥΡΙΖΑ* αντίστοιχη της κάτωθεν όπου να καυτηριάζει τον αποκλεισμό του μαλάκα από τα κοινωνικά τεκταινόμενα. «Μαλάκας pride» αμέσως παρακαλώ για να μην θεωρηθεί ότι η Ελλάδα καταπιέζει τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Όσο για σημαιοφόρους της παρελάσεως, ο ανταγωνισμός είναι μεγάλος.

__________________________

* http://www.defencenet.gr/defence/item/%CF%83%CF%85%CF%81%CE%B9%CE%B6%CE%B1-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%B4%CE%B7%CE%BC%CE%B1%CF%81-%CF%83%CF%84%CE%B7%CF%81%CE%AF%CE%B6%CE%BF%CF%85%CE%BD-%CF%84%CE%BF-athens-gay-pride?fb_action_ids=10201441082968912&fb_action_types=og.likes&fb_ref=.UbNCZ0FJdfo.send&fb_source=aggregation&fb_aggregation_id=288381481237582

Το διαβάσαμε και αυτόοο…!!! στο δημοσίευμα του αντιβάρου.

Πάμε να τα ξαναπάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Πόσα είναι τα φύλα; Δύο. Το άρρεν και το θήλυ.

Προσπαθούν να μας περάσουν ως φύλο και το ουδέτερον.

Ουδέτερον σημαίνει αυτό που δεν έχει ου δε έν έτερον, ούτε το ένα ούτε το άλλο, κανένα από τα δύο.

Άρα τα φύλα είναι δύο.
Το ουδέτερον «φύλον» είναι αυτό που δεν είναι ούτε αρσενικόν ούτε θηλυκόν.

Συνεπώς δεν μπορούν να καταργήσουν τα φύλα γιατί η ίδια η λέξις «ουδέτερον» προϋποθέτει την ύπαρξιν των δύο φύλων.

Για να το καταλάβουμε καλλίτερα πρέπει να ξαναμεταφερθούμε στην σφαίρα των μαθηματικών. Ας πάρουμε για παράδειγμα τον άξονα των ακεραίων αριθμών.

Τι βλέπουμε; Από την αριστερή μεριά κείτονται οι αρνητικοί αριθμοί, από την δεξιά οι θετικοί.

Αριθμός ετυμολογείται από το αραρίσκω (ομαδοποιώ, συνάπτω,…), δηλαδή ο κάθε αριθμός έχει φύσιν που ακόμη και όταν είναι αόριστος, ουσιαστικά έχει μια εν δυνάμει φύσιν ομαδοποιημένων οντοτήτων.

Μεταξύ των θετικών και των αρνητικών υπάρχει μόνον ένας «αριθμός» που αραρίσκει το τίποτα και αυτός είναι το μηδέν (μη δε έν → ού τε ένα).

Το μηδέν είναι απαραίτητον για να οριστούν οι θετικοί και οι αρνητικοί αριθμοί ως εξής: θετικός ο μεγαλύτερος του μηδενός, αρνητικός ο μικρότερος του μηδενός όμως το μηδέν από μόνον του δεν υφίσταται, δεν έχει έννοια ένα σκέτο μηδέν.

Το μηδέν δεν είναι θετικός, δεν είναι αρνητικός αριθμός. Δεν παίρνει καν πρόσημον. Το +0 ή το -0 δεν είναι πλεονασμός, είναι λάθος.
Το μηδέν είναι ουδέτερος (ου δε έν έτερον) και μάλιστα είναι ο μοναδικός ουδέτερος αριθμός.

Και μόνον λεκτικώς είναι αυταπόδεικτον ότι το μηδέν είναι το μοναδικόν ουδέτερον στοιχείον, αφού μας το λέγει και η ίδια η λέξις (ουδέν έτερον).
Ποίος όμως μαθηματικός και σε ποίαν σχολικήν αίθουσαν έχει κάνει αυτόν τον γλωσσικόν συσχετισμόν; Ουδείς.

Ας το αποδείξουμε λοιπόν αυτό το ουδέτερον.
Το μηδέν καλείται μηδενικό ή ουδέτερον στοιχείον στην πράξιν της προσθέσεως,
δηλαδή για κάθε α,  0+α = α+0 = α.

Έστω (υπόθεσιν κάνουμε) ότι το μηδέν δεν είναι το μοναδικόν ουδέτερον στοιχείον της προσθέσεως (γλωσσική υπέρβασις ως προς το «ουδέτερον») και αυτό είναι το 0′ .
Τότε
0 + 0′ = 0′ + 0 = 0 | Αφού το 0′ είναι ουδέτερον στοιχείον (όπως υποθέσαμε)
αλλά και
0 + 0′ = 0′ + 0 = 0′ | Αφού το 0 είναι ουδέτερον στοιχείον.

Συνεπώς, τα πρώτα μέλη είναι ίσα άρα και τα δεύτερα, άρα 0=0′ και άρα το 0 είναι το μοναδικό ουδέτερο στοιχείο.
Απεδείξαμε λοιπόν ότι το μηδέν είναι ουδέτερον στοιχείον, δηλαδή δεν έχει άλλο (έτερον) ούτε καν ένα (ουδε έν)

Το μηδέν όμως πέρα από ουδέτερον στοιχείον της προσθέσεως είναι και απορροφητικό στον πολλαπλασιασμό. Δηλαδή οποιοσδήποτε αριθμός και εάν πολλαπλασιαστεί με το μηδέν, μηδενίζεται | για κάθε α, α · 0 = 0 · α = 0.

Πιο απλά με το μηδέν δεν μπορούμε να παράξουμε τίποτα. Δεν μπορούμε με ένα μέτρο μηδενικού μήκους να μετρήσουμε μια οποιαδήποτε απόστασι. Με οποιοδήποτε άλλο διάνυσμα, είτε αρνητικού είτε θετικού μέτρου μπορούμε να μετρήσουμε όποια απόστασι θέλουμε.  Με ένα μηδενικό μέτρο όμως δεν μπορούμε να μετρήσουμε τίποτα. Μπορούμε με ένα σπίρτο να μετρήσουμε την απόστασι μέχρι το φεγγάρι, με μηδέν όμως σπίρτα δεν μπορούμε.

Συνεπώς το ουδέτερον στοιχείον της προσθέσεως και απορροφητικόν του πολλαπλασιασμού δεν είναι ικανό να παράξει τίποτα από μόνον του.

Λεκτικά δηλαδή το μηδέν δεν παράγεται από το μηδέν αλλά από το ένα (1) που είναι ο ελάχιστος φυσικός αριθμός, δηλαδή είναι ο μη φυσικός αριθμός που δεν είναι ούτε καν ένα. Χωρίς το ένα δηλαδή δεν υπάρχει μηδέν για έναν πολύ απλό λόγο. Το ένα ορίζει την φύσι των αριθμών. Λέμε λ.χ. ένα μήλον, μηδέν μήλον. Αν δεν αναφερθούμε στο μήλον τότε το μηδέν σε τι θα αναφέρεται;

Αυτό ισχύει παντού. Λέμε δηλαδή «δεν υπάρχει θεός» αλλά για να το πούμε αυτό πρέπει να ορίσουμε τουλάχιστον τι είναι ο ένας θεός. Αν δεν ορίσουμε τι είναι θεός δεν μπορούμε να ορίσουμε τι είναι αθεΐα.

Το μπέρδεμα προκύπτει με την δεκαδική αρίθμηση καθώς το δέκα (10) δεν είναι άλλο από το μία (1) δεκάδα και καν μία (καμμία, μηδέν (0)) μονάδες. Δηλαδή γράφοντας τον αριθμό 10 ουσιαστικά εντάσσουμε το μηδέν στο σύνολο των φυσικών αριθμών, ενώ κατά την γνώμη μου δεν ανήκει σε αυτό, ένα πρόβλημα που δεν υπήρχε με την ελληνική αρίθμηση όπου το δέκα ήταν το ι’ και όχι το 10 το οποίο μας αναγκάζει να εντάξουμε το μηδέν στους φυσικούς αριθμούς.

Αυτό είναι με λίγα λόγια το μηδέν.

Το ουδέτερον λοιπόν φύλον δεν ορίζεται εάν δεν οριστεί ποιο είναι το αρσενικό και ποίο το θηλυκό. Και τι μας λέγει ο παραπάνω σύνδεσμος; Ότι εκπαιδεύουν τα παιδιά στην ουδετερότητα, δηλαδή στο να μένουν κολλημένα στο μηδέν.

Και όπως το μηδέν δεν μπορεί να οριστεί χωρίς το ένα, έτσι και το ουδέτερον φύλον δεν μπορεί να οριστεί χωρίς το άρρεν και το θήλυ. Δηλαδή αφήνουν τα παιδιά στο αόριστο μηδέν και όχι στο ορισμένο μηδέν, δηλαδή κολλάνε τα παιδιά στο ουδέν, δηλαδή το κενό, το τίποτα.

Ουσιαστικά δηλαδή δημιουργούν μια μαύρη τρύπα από όπου τα φύλα δεν θα μπορέσουν να αναδειχθούν ουδέποτε. Τα φύλα στην προκειμένη περίπτωσιν. Σε άλλες περιπτώσεις γίνεται μηδενισμός επί της θεολογίας, επί της πολιτικής, επί των εθνών και γενικότερα έχουμε μπει για τα καλά στην θεολογία του μηδενισμού η οποία πλέον έχει ενταχθεί στο εκπαιδευτικό σύστημα.
Το μόνον που μας σώζει είναι η Ελληνική γλώσσα και τα μαθηματικά, τα οποία φυσικά ετυμολογούνται από την μάθησιν.

Αυτά εν ολίγοις, το ζουμί είναι ότι το «ουδέτερον» και το «μηδέν» ως λέξεις σηκώνουν πολύ φιλοσοφία αλλά είναι γλωσσικές άμυνες που ευτυχώς ακόμη έχουμε στο οπλοστάσιο μας, και φυσικά το γένος δεν θα διαιωνιστεί ούτε με τα ουδέτερα φύλα ούτε με τα μονά φύλα (το ένα (1) είναι το ουδετερον στοιχείον στον πολλαπλασιασμόν) αλλά για να συμβεί η αναπαραγωγή απαιτείται η ετερότης και όχι η ουδετερότης.

Μύθο χαρακτήρισε η κ. Ρεπούση τον χορό του Μεσολογγίου. Σαφώς και είναι.
Ο μύθος δεν είναι τίποτα λιγότερο από την προφορικώς μεταδιδόμενη ιστορία. Μύθος είναι ο λόγος, εξ ου και σε πολλές γλώσσες αποτελεί ρίζα των λέξεων που σημαίνουν στόμα (λ.χ. mouth στην αγγλικήν, Mündung εις την γερμανικήν*)
Ιστορική προφορική καταγραφή είναι ένας μύθος. Μύθος ήταν και ο Τρωικός Πόλεμος και η ίδια η Τροία μέχρι που ο Σλήμαν ανέσκαψε και βρήκε την «Μυθική» πόλι. Η αγράμματη Πόντια γιαγιά μου γνώριζε τον μύθο του Τρωικού πολέμου προφανώς από προφορικές αφηγήσεις που επέζησαν μέχρι τις ημέρες της.

Μήπως όμως οι ιστορικοί δεν βασίζουν πολλά από τα ευρήματα τους σε μύθους, σε προφορικές δηλαδή μαρτυρίες; Πώς λ.χ. ήξερε ο εξόριστος Θουκυδίδης τι έγινε στην Σικελία αφού δεν πήρε μέρος στην Σικελική εκστρατεία; Από προφορικές μαρτυρίες φυσικά. Το ίδιο έπραξε και ο Ηρόδοτος. Οι αφηγήσεις δεν είναι ψέματα απλώς εμπεριέχουν το στοιχείο του υποκειμενισμού, της υπερβολής και γενικότερα συναισθηματικά στοιχεία που με την πάροδο των ετών είτε διογκώνονται είτε το αντίθετο.

Όμως ο χορός του Ζαλόγγου δεν αναφέρεται σε ένα προ Χριστού γεγονός και συνεπώς οι όποιες αλλοιώσεις κατά την προφορική μετάδοση του γεγονότος δεν θα μπορούσε να είναι μεγάλες. Τι να κάνουμε όμως; Δεν υπήρχε κάποια μεγάλη και τρανή ιστορικός στον κύκλο του Ζαλογγείου Χορού να καταγράψει το συμβάν και να το επικυρώσει με την επιστημονική της πιστοποιημένη εγκυρότητα.
Ίσως εάν στο Ζάλογγο χόρευε και η Ρεπούση και εάν προ της πτώσις της εις τον κρημνόν προλάβαινε να έγραφε τα όσα θα έβλεπε (οἶδα → ἵστωρ) να είχαμε μια πιο πιστοποιημένη μαρτυρία, αλλά από την άλλη δεν το βλέπω και πολύ πιθανόν σε αυτήν την υποθετική περίπτωσι η Ρεπούση-εν Ζαλόγγῳ χορευτής να επέλεγε τον θάνατον από τον ραγιαδισμό. Το πιθανότερον θα ήταν να παραδινόταν εθελοντικώς στον Αλή Πασά και εν συνεχείᾳ να τού προσέφερε τας επιστημονικὰς της υπηρεσίας προς την υποτίμησιν της αυτοθυσίας.

Αναφέρεται σε άρθρο των «Νέων»:

Σύμφωνα με την ιστορικό Βάσω Ψιμούλη, συγγραφέα του βιβλίου «Σούλι και Σουλιώτες» (Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών, 1998), «στη διάρκεια της διεξαγόμενης, σε στενωπούς και μονοπάτια του όρους, μάχης, μέρος των γυναικόπαιδων κατακρημνίστηκε, είτε απωθούμενο στην άκρη του γκρεμού από τους οπισθοχωρούντες μαχητές είτε με απόφαση των γυναικών να προτιμήσουν γι’ αυτές και τα παιδιά τους τον εκούσιο θάνατο παρά μια οδυνηρή αιματοχυσία και αιχμαλωσία». Ο καθηγητής Αλέξης Πολίτης, από τη σκοπιά του, δεν αρνείται το περιστατικό, αλλά κάνει λόγο για μυθοποιητική χρήση του την οποία εντοπίζει «στην εξιδανίκευση, στον χορό. Αυτό άλλωστε είναι το διαφορετικό και το εξαιρετικό, επειδή αυτοκτονίες απελπισμένων, ακόμη και ομαδικές, δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο στην ανθρώπινη ιστορία»(«Ο χορός του Ζαλόγγου», στον τόμο «Μύθοι και ιδεολογήματα στη σύγχρονη Ελλάδα», Εταιρεία Σπουδών Σχολής Μωραΐτη, 2007). Σε όσους μάλιστα επικαλούνται το τραγούδι** «Εχε γεια καημένε κόσμε» ως απόδειξη του περιστατικού, σημειώνει ότι είναι δημιούργημα του 1908.
Καλά μας τα λέγει ο Αλ. Πολίτης (του Αριστοτελείου και της Σορβόνης και αυτός, όπως και η Ρεπούση) για το εν 1908 δημιούργημα (δεν έχω τις γνώσεις να επιβεβαιώσω την χρονολογία, συνεπώς την δέχομαι) όμως του διαφεύγει μια σημαντική λεπτομέρεια που ευτυχώς η ελληνική γλώσσα για ακόμη μια φορά αναδεικνύει. Αναφέρθηκε σε δημιούργημα (δῆμος+ἔργον). Μέχρι και εγώ έχω γράψει καμιά 50 τραγούδια όμως δεν τολμώ να τα παρουσιάσω ούτε καν στον εαυτό μου, πόσον δε μάλλον στον δήμο. Το να παρουσιάσεις ένα έργο στον δήμο δεν είναι απλή υπόθεσις. Η δημιουργία είτε ως έργον του δήμου είτε έργον προς τον δήμο, προϋποθέτει την συμμετοχήν του δήμου είτε ως δημιουργού είτε ως εμπνευστού.
Ας βγάλει η Ρεπούση ένα τραγούδι που να αναφέρεται σε συνωστισμούς ή σε μύθους για να δούμε εάν θα έχει ανταπόκρισιν στον δήμο ή αν θα φάει την ντομάτα της ζωής της.
Από το 1803 που έλαβαν χώρα τα γεγονότα μέχρι το 1908 που δημιουργήθηκε το τραγούδι μεσολαβεί ένας αιών. 100 χρόνια θα πει κάποιος…ουάου. Μα εκατόν έτη δεν είναι τίποτα. Οι εμπνευστές και οι αποδέκτες του δημοτικού τραγουδιού γνώρισαν τους παππούδες των έζησαν μαζί των, άκουσαν τας ιστορίας των. Μπορεί τα ιστορικά γεγονότα να αφορούν στιγμές και συγκεκριμένες χρονολογίες όμως οι ανθρώπινες ζωές δεν είναι στιγμές. Εδώ ο Αλέξανδρος  Μακεδών πιθανότατα μερικές δεκαετίες μετά συνάντησε στην Μικρά Ασία πολεμιστές που είχαν συμμετάσχει στην εκστρατεία μαζί με τον Ξενοφώντα και που δεν μπόρεσαν να επιστρέψουν στην Ελλάδα. Δεν μετράνε οι χρονολογίες, οι γενεές είναι αυτές που έχουν μεγαλύτερη σημασία. Μπορεί δηλαδή το τραγούδι να δημιουργήθηκε έναν αιώνα μετά τα γεγονότα όμως ο μύθος ήταν ακόμη σε πρωτογενή φάση και οι σύγχρονοι των γεγονότων επηρέασαν με τον α’ ή τον β΄τρόπον την δημιουργία.
Αυτά βεβαίως συνέβαιναν την εποχή που ακόμη τα παιδιά δεν είχαν εμποτιστεί με το δηλητήριον του ανυπάρκτου «χάσματος των γενεών» (για το οποίον θα αρθρογραφήσουμε προσεχώς) και άκουγαν τις ιστορίες των παππούδων των, των πατεράδων των, χόρευαν μαζί τους στον κύκλο, τους έπιαναν απ΄το χέρι και δεν τους σιχαινόντουσαν, πήγαιναν μαζί στα πανηγύρια της εποχής και οι παππούδες καμάρωναν τα εγγόνια όπως τα εγγόνια καμάρωναν τους παππούδες και άκουγαν τις ιστορίες των με ανοιχτό το στόμα, μήπως και τους ξεφύγει κάποια λεπτομέρεια. Επειδή εμείς είμαστε η πρώτη γενεά που προσηλυτίστηκε στο αυθυποβαλλόμενο «Χάσμα των γενεών» δεν σημαίνει ότι αυτό υφίστατο  πάντοτε.

Ιστορικές αναφορές για τον Χορό του Ζαλόγγου υπάρχουν και στην αντίστοιχη σελίδα της Βικιπαιδείας όμως συστήνω στους αναγνώστες όταν επισκέπτονται την Βικιπαίδεια να κάνουν έναν κόπο και να ρίχνουν μια ματιά στο ιστορικό του κάθε λήμματος γιατί εκεί κρύβεται ο πόλεμος των προπαγανδιστών. Στο συγκεκριμένο λήμμα που ήταν ανενεργό για έναν περίπου χρόνο, ξαφνικά ενόχλησε η παράγραφος:

Το Ζάλογγο ως στόχος της “αποδομητικής σχολης” της Ελληνικής Ιστοριογραφίας

Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι περί το τέλος του 20ου και αρχές του 21ου αιώνα η αποσύνθεση των εθνικών ταυτοτήτων μέσω της αποσύνθεσης των εθνικών “αφηγήσεων” έγινε κυρίαρχο πρόταγμα της δυτικής ιστορικής και κοινωνιολογικής σκέψης, ιδιαίτερα σε ότι αφορά τα έθνη της περιφέρειας (Καραμπελιάς, σελ. 10). Στην Ελλάδα η σχετική “σχολή” έχει ως κύριο στόχο την ιστορία των Σουλιωτών επειδή αυτοί καταλαμβάνουν κεντρικό ρόλο στην ελληνική ιστορική συνείδηση λόγω του μακρόχρονου αγώνα τους, επί δύο αιώνες, κατά των Τούρκων. Το Ζάλογγο, όπως και το Κούγκι κ.ά., αποτελούν λέξεις/σημαίνοντα που στο υποσυνείδητο των Ελλήνων ταυτίζονται με την αγωνιστική διάθεση της νεώτερης Ελληνικής ταυτότητας. Για τον λόγο αυτό επιχειρείται να πληγεί η αληθοφάνεια του γεγονότος και ο ηρωικός χαρακτήρας των ατόμων που σχετίζονται με αυτό.[9]

την οποία και μόλις σήμερα βρέθηκαν κάποιοι να την διαγράψουν και να την ξαναδιαγράψουν. Τελικά ενοχλεί το Ζάλογγο, ίσως και επειδή δεν αφορά μόνον τους Τούρκους ως εχθρούς αλλά και τους Αλβανούς που ουδέποτε ήταν φίλοι μας.
Εν κατακλείδι ναι, είναι μύθος ο Χορός του Ζαλόγγου, όχι γιατί είναι ψέμα αλλά γιατί διεσώθη προφορικώς μέσα από την παράδοση, μέσα από τραγούδια και χορούς, δηλαδή είναι αληθινός πέρα ως πέρα, δεν ξέρω όμως εάν η Ελληνικότητα της κυρίας Ρεπούση είναι παραμύθι, μήπως δηλαδή υπάρχει ο αληθινός μύθος περί του Χορού αλλά το ψεύτικο παραμύθι περί της ελληνικότητος της διδάκτορος που δεν χάνει ευκαιρίαν να δηλητηριάζει την εθνική συνείδησι των Ελλήνων με την μέθοδο της σταγόνας, μέθοδος δηλαδή κατά την οποίαν το προπαγανδιστικόν δηλητήριον δεν χύνεται άπαξ σε μία μεγάλη δόσι αλλά σε μικρές τακτικές δόσεις ώστε ο εθνικός μας οργανισμός σιγά-σιγά να εθίζεται σε αυτό και να θεωρεί φυσική την ύπαρξιν του. Δεν έχει δηλαδή σημασία εάν αυτά που λέγει η Ρεπούση ή οποιοσδήποτε άλλος φιλέλλην*** έχουν υπόστασι ή όχι. Σημασία έχει ότι επιτελούν τον ρόλο της σταγόνας η οποία τακτικά πρέπει να εκχέεται στις φλέβες μας μέχρι να αρχίσουμε να αμφισβητούμε ακόμη και το αν είμαστε άνθρωποι ή ελέφαντες.
____________________________
* Ίσως και ο μούτος να έχει την ίδια ρίζα (λέω εγώ). Μούτος λέγεται σε κάποιες περιοχές ο άνθρωπος που δεν μπορεί να μιλήσει, ο μουγκός. Ας το ψάξουν αυτό οι ειδικοί αν διαβάζουν.
.
** Ιδού το τραγούδι:
.
*** Το συνθετικό φίλος έχει κυρίως καλή έννοια. Ακριβώς επειδή έχει καλή έννοια χρησιμοποιήθηκε είτε ειρωνικά είτε ως ευφημισμός κατά καιρούς. Λ.χ. στον Πτολεμαίο Β’ απεδόθη η προσωνυμία Φιλάδελφος γιατί αγαπούσε την αδελφή του. Φυσικά αυτό έγινε ακριβώς γιατί το «φίλος» είναι εξ ορισμού κάτι καλό.
Κανένας δεν θα τολμούσε να προσβάλει τον βασιλιάᾱυτοκράτορα-Φαραώ Πτολεμαίο λέγοντας τον λ.χ. αδερφόγαμο ή γαμάδελφον. Έτσι επέλεξαν δια της ειρωνείας ή διά του εξευμενισμού αντί να τον πούνε γαμάδελμφον να τον αποκαλέσουν Φιλάδελφον.
Στους Ορφικούς Ύμνους το επίθετο Παιδόφιλος αναφέρεται στην Ελευσινία Δήμητρα προφανώς με την καλή έννοια:

Δηώ, παμμήτειρα θεά, πολυώνυμε δαῖμον, σεμνὴ Δήμητερ, κουροτρόφε, ὀλβιοδῶτι, πλουτοδότειρα θεά, σταχυοτρόφε, παντοδότειρα, εἰρήνηι χαίρουσα καὶ ἐργασίαις πολυμόχθοις, σπερμεία, σωρῖτι, ἀλωαία, χλοόκαρπε, ἣ ναίεις ἁγνοῖσιν Ἐλευσῖνος γυάλοισιν, ἱμερόεσσ᾽, ἐρατή, θνητῶν θρέπτειρα προπάντων, ἡ πρώτη ζεύξασα βοῶν ἀροτῆρα τένοντα καὶ βίον ἱμερόεντα βροτοῖς πολύολβον ἀνεῖσα, αὐξιθαλής, Βρομίοιο συνέστιος, ἀγλαότιμος, λαμπαδόεσσ᾽, ἁγνή, δρεπάνοις χαίρουσα θερείοις· σὺ χθονία, σὺ δὲ φαινομένη, σὺ δε πᾶσι προσηνής· εὔτεκνε, παιδοφίλη, σεμνή, κουροτρόφε κούρα, ἅρμα δρακοντείοισιν ὑποζεύξασα χαλινοῖς   ἐγκυκλίοις δίναις περὶ σὸν θρόνον εὐάζουσα, μουνογενής, πολύτεκνε θεά, πολυπότνια θνητοῖς, ἧς πολλαὶ μορφαί, πολυάνθεμοι, ἱεροθαλεῖς. ἐλθέ, μάκαιρ᾽, ἁγνή, καρποῖς βρίθουσα θερείοις, εἰρήνην κατάγουσα καὶ εὐνομίην ἐρατεινὴν καὶ πλοῦτον πολύολβον, ὁμοῦ δ᾽ ὑγίειαν ἄνασσαν.

Σήμερα η παιδεραστία ονομάστηκε Παιδοφιλία. Αυτό πέρα από το γεγονός ότι αποτελεί κατάχρησιν και κακοποίησιν της Ελληνικής γλώσσας (μήπως θα είναι η πρώτη φορά; Εδώ έχουμε ταυτίσει τις Λεσβίες με την ανωμαλία ενώ είναι οι κάτοικοι της Λέσβου) ουσιαστικά δημιουργεί τις ακριβώς αντίθετες εντυπώσεις από αυτές που πρωτογενώς υποπτευόμαστε. Δεν κατηγορεί ο όρος «Παιδοφιλία» το αίσχος της παιδεραστία αλλά το ακριβώς αντίθετον. Υποσυνειδήτως το εξευμενίζει. Αντί να χαρακτηρίσουμε τον άνθρωπο-ζώο παιδοκάπηλο ή όπως αλλιώς, επέλεξαν οι «ειδικοί» έναν φιλικόν όρον (φίλος) που δεν χτυπάει τόσο άσχημα στα αυτιά μας. Δηλαδή ο όρος «παιδόφιλος» είναι πολύ πιο πονηρός από όσο νομίζουμε (θεωρώ) και θα έπρεπε αν είχαμε σοβαρό κράτος να απαιτήσουμε από την παγκόσμια κοινότητα να τον αλλάξει διότι δεν είναι δυνατόν η λέξις που εμπεριέχεται στην «Φιλοσοφία», την «φιλοπατρία» και σε ένα κάρο ακόμη λέξεις, να δαιμονοποιείται ή καλύτερα αφού δεν μπορεί να δαιμονοποιηθεί ο «φίλος» ουσιαστικά να αγγελοποιούνται τα ανθρώπινα κτήνη δια της καπηλεύσεως της «φιλίας».

Ίσως το καλλίτερο θα ήταν να υπήρχε ένα συμβούλιον Ελληνικής γλώσσης που να εδρεύει σε κάποιο ιστορικό σημείο της Ελλάδος, χωρίς την έγκρισιν του οποίου δεν θα μπορεί να κατοχυρωθεί κάποιος όρος στην διεθνή κοινότητα. Δεν είναι δυνατόν ο κάθε ανθέλληνας να κατασκευάζει γλωσσικούς όρους όπως γουστάρει. Αλλά είπαμε, αυτά προϋποθέτουν σοβαρό Ελληνικό κράτος.

Δυστυχῶς ἡ παγκοσμιοποίησις τὴν ἐπάτησεν. Προσπαθεῖ  ἐπιβάλλειν τὸν πολυπολιτισμόν καὶ ‘ς την Ἑλλάδαν, ὅμως ἔπεσεν σὲ ἕναν τεράστιον ὀλίσθημαν. Ἐδῶ δέν εἶναι παῖξον-γέλασον. Ἐδῶ εἶναι ἡ Ἑλλάς, τὸ λίκνον τοῦ πολιτισμοῦ καὶ ἡμεῖς οἱ Ἕλληνες ἔχουμε ἕνα κακόν κουσούρι . Ὁμιλοῦμε ἑλληνικά…ἀκόμη.

Τί σημαίνῃ αύτό; Ὅτι αἱ λέξεις που χρησιμοποιοῦμε δέν εἶναι ούγκ, μούγκ, μι Τάρζαν- γιού Τζέιν.
Ἐδῶ αἱ λέξεις ἔχουν διαφανείαν, ὀρθογραφίαν, ἐμπεριέχουν δὲ συμπυκνωμένας έννοίας, φιλοσοφίαν κἂ.

Ἐρώτησεν οὖν ἡ γνωστὸς δημοσιογράφος τοῦ διεθνιστικοῦ, πολυπολιτισμικοῦ, νεοταξιτικοῦ, ἐθνομηδενιστικοῦ καὶ ἱστοριομπερδευτικοῦ ΣΚΑεΙ (στὸ 3:45 τοῦ ἀκολούθου βίντεο) ἀπευθυνόμενος στὸν Κασιδιάρη τῆς Χρυσῆς Αὐγῆς :

«Ἔτσι τὴν ἐννοεῖτε τὴν κοινωνικήν ἀλληλεγγύη;» ταυτίζουσα τὴν κοινωνικήν αλλυλεγγύην μὲ κάποιας μορφῆς φιλανθρωπίαν καὶ ὡς ἐκ τούτου ἡ Χ.Α. θὰ ἔπρεπε νὰ μοιράζει τρόφιμα καὶ σὲ λαθρομετανάστας, οὐ μόνον τοῖς Ἕλλησιν.

Μὰ ἀγαπητή Τσαπανίδου, ἀκριβῶς αὐτό εἶναι ἡ κοινωνική ἀλληλεγγύη. Ἡ βοήθεια δηλαδή ἀπό Ἕλληνες εἰς Ἕλληνες.
Ἀν δὲν τὸ πρόσεξες, ἡ κοινωνία γράφεται μὲ ὂ μικρόν-ἰῶτα. Ἐντάξει, στὴν ἀργκό λέμε καὶ ἀπό καμίαν φοράν «κενωνία» ὅμως κανονικά γράφεται μὲ ‘οι’.
Τί σημαίνῃ αὐτό;
Μὰ ὅτι ρίζα τῆς «κοινωνίας» εἶναι τὸ «κοινόν», τὸ ἴδιον δηλαδή, τὸ ὅμοιον.

Μὲ λίγα λόγια κοινωνία σημαίνει τὸ σύνολον ἐκεῖνο τῶν ἀνθρώπων οἱ ὁποῖοι ἔχουν κοινά στοιχεία καὶ ζοῦν μαζί. Σὲ ἀντίθεσιν μὲ τὀ ἔθνος τὸ ὁποῖον δύναται εἶναι διεσκορπισμένον, κοινωνία συνθέτουν ἐκεῖνα τὰ μέλητοῦ ἔθνους τὰ ὁποῖα ζοῦν μαζί. Εἶναι δηλαδή ἡ κοινωνία ἕνα ἐθνικόν ὑποσύνολον καὶ τὰ μέλη της ἔχουν τὰ ἴδια χαρακτηριστικά μὲ αἀτά τοῦ ἔθνους, ἔχουν δηλαδή τὸ ὁμότροπον, τὸ ὁμόγλωσσον, τὸ ὁμόθρησκον. Οἱ λαθρομετανάστες δὲν ἀνήκουν στὴν κοινωνίαν ἡμῶν καὶ ἀς ζοῦνε μαζί μᾶς, διότι δέν μᾶς συνδέει τίποτε τὸ κοινόν.

Ἀκριβῶς γιὰ αὐτόν τὸν λόγον ἡ πολυπολιτισμική καὶ πολυφυλετική κοινωνία εἶναι ἕνα ἀκόμη σύντομον ἀνέκδοτον. Πολυφυλετισμόν εἴχαμε καὶ κατά τοὺς ὀθωμανικούς χρόνους ὅμως αἱ κοινωνίαι ἧτο ἐθνικαί. Σὲ ἄλλα χωρία ζοῦσαν οἱ ἐκτουρκισμένοι, σὲ ἄλλους μαχαλάδες, σὲ ἄλλα σοκάκια. Ἀλλοῦ ζοῦσαν οἱ Ἀρμένιοι, ἀλλοῦ οἱ Ἑβραῖοι, ἀλλοῦ οἱ Ἕλληνες καὶ ἀλλοῦ οἱ Τοῦρκοι. Ὅλοι ὑπέκουαν στοὺς ἰδίους νόμους τῆς Ὀσμανικῆς «πολιτείας» ὅμως δὲν ἀπετελοῦσαν μίαν κοινωνίαν ἀλλά πολλὰς, τίς λεγόμενες κοινότητες.  Γενικότερα ὁ πολυπολιτισμός εἶναι μία μποῦρδα καὶ ἡμίσεια, δέν ὑπῆρξεν, δέν ὑπάρχει, δέν πρόκειται ποτέ νὰ ὑπάρξει. Αὐτό καὶ ἐάν εἶναι σύντομον ἀνέκδοτον: «πολυπολιτισμός».

Βεβαίως οϊ μαρξοπαθείς δέν χάνουν εὐκαιρίαν νὰ βάζουν τὴν γνωστή μπουρδοσάλτσα των σὲ κάθε διαδικτυακή των ἀπόπειρα.
Γράφει λ.χ. το βικιλεξικό στὴν ἀγγλικήν του ἔκδοσιν ἐπί τοῦ λήμματος «Κοινωνία»:
« Κοινωνία society (group of people sharing culture).

Γράφουν καὶ «οι δικοί μας» μαρξοχτυπημένοι στὸ ἴδιο λῆμμα: «σύνολο ανθρώπων που ζουν οργανωμένα και σύμφωνα με συγκεκριμμένους κανόνες
στην αρχαιότητα υπήρχαν αρκετές μητριαρχικές κοινωνίες
ο καπιταλισμός δεν πιστεύει στην αταξική κοινωνία
»

Δέν χάνουν εύκαιρίαν. Ἔχουν γεμίσει τὸ διαδίκτυον μὲ προπαγάνδα καθῶς ἔχει γεμίσει καὶ τὸ κεφάλι των ἀπό «ταξική πάλη», «ταξικούς ἀγώνας» καὶ καπιταλιστικά φαντάσματα. Πάνω στὴν προσπαθείαν των νὰ τὰ κάμνουν ὅλα κομμουνιστικά, ἀλλάζουν καὶ τὰς ἐννοίας τῶν λέξεων.
Μὰ βρὲ πανηλίθιοι, οἱ νόμοι κάνουν τὴν κοινωνία; Καὶ οἱ τσιγγάνοι ζοῦν σήμερον στὸ Ἑλληνικόν κράτος, ἄρχονται ἀπό τοὺς ἰδίους νόμους ὅμως ἔχουν δικήν των κοινωνίαν.

Ἄλλη βεβαίως μεγάλη παπαριά εἶναι ἡ «κοινωνία τῶν ἐθνῶν», ὅρος ποὺ ὁμοιάζει μὲ εὐχή καθῶς ἡ κοινωνία ἀφορᾶ μοῦνον ἕνα ἔθνος. Δέν μπορεῖ νὰ εἶναι πολυεθνική μία κοινωνία καθῶς ἀναφέρεται στους κοινούς (ὁμοίους) ἀνθρώπους καὶ ὄχι στοὺς ἀνομοίους.

Λυπούμαστε λοιπόν κυρία Τσαπανίδου ἀλλά ἀκριβῶς αὐτό ἔπραξεν ἡ Χρυσή Αυγή, κοινωνικήν ἀλληλεγγύην στὴν κοινωνίαν τῶν Ἑλλήνων τῷ γένει (τῶν μόνων Ἑλλήνων δηλαδή), ἀλληλεγγύη στοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους ποὺ συνδέονται ἀπό κοινά στοιχεία. Ὁ έθνοσοσιαλισμός (ναζισμός) γιὰ τὸν ὁποῖον κατηγορεῖται ἡ Χρυσή Αυγή εἶναι ὁ ὁρισμός τῆς κοινωνίας (τοῦ κοινωνισμοῦ ἴσως καλλίτερα) γιατί ἡ «κοινωνία» ὡς λέξις ἐνσωματώνει καὶ τὸ ἔθνος καὶ τὴν ἀλληλεγγύη. Συνεπῶς καὶ ὁ ἐθνοσοσιαλισμός εἶναι ὅρος νεοβαρβαρικός, τὸ σκέτο «κοινωνία»ἀρκεῖ καὶ γιὰ τὸν ἐθνικισμόνκαὶ γιὰ τὸν σοσιαλισμόν.

Ἀν λοιπόν ἡ Χρυσή Αὐγή διένεμε τρόφιμα καὶ σὲ παρανόμους μετανάστες (ὑπάρχουν ἄραγε νόμιμοι στὴν Ἑλλάδα;) τότε θὰ ἐνεργοῦσε ἀντικοινωνικῶς, ἀφοῦ μὲ τοὺς Ἀλβανο-Πακιστανο-Αφγανο-Μπαγκλαντεσιο-Νιγηριανούς δὲν ἔχουμε κανένα κοινόν στοιχεῖον, οὖτε καὶ θὰ ἀποκτίσωμεν ποτέ, συνεπῶς δὲν ἀνήκωμεν στὴν ἴδια κοινωνίαν.

«Ἐπολέμησεν ὡσάν λιοντάριν».

Καὶ μετά μιλᾶμε γιὰ γλωσσική ἐξέλιξιν καὶ ὄχι γιὰ ἐκφυλισμόν.
Αὕριον-μεθαύριον θὰ λέμε γιὰ ἕναν γιγαντόσωμον ἥρωαν ὅτι πολέμησε σὰν λιονταράκι καὶ αὐτό θὰ εἶναι δηλωτικόν ἀνδρισμοῦ καὶ ἡρωισμοῦ.

Τὸ λιοντάρι εἶναι ΥΠΟΚΟΡΙΣΤΙΚΟΝ. Λέων → λεοντάριον → λιοντάρι.
Δὲν εἶναι δηλαδή ὁ ἴδιος ὁ λέων μὲ τὴν χαίτη του καὶ τοὺς τρομερούς του ὁδόντας ἀλλά μᾶλλον τὸ λεοντόπουλον. Το λεοντάριον δηλαδή εἶναι ἕνα τσαχπινοπιπιλογαργαλιάρικο γατάκι ἔχον τὸν νοῦν  ἀποκλειστικῶς ‘ς τὸ παιχνίδι.

Λιοντάρι

Σὲ κάποια στιγμή ὅμως, δὲν ξέρω πότε, τὰ ὑποκοριστικά ἄρχισαν νὰ ὑπερκορίζονται μαζικῶς, νὰ μεγαλώνουν καὶ νὰ ἀντικαθιστοῦν τὰ οὐσιαστικά ἐκ τῶν ὁποῖων παρήχθησαν. Δὲν εἶναι μόνον τὸ λεοντοπουλάριον ποὺ ἐμεγάλωσεν. Ἐμεγάλωσεν καῖ τὸ κοτόπουλον, τὸ καρύδιον, τὸ ἀμανιτάριον, τὸ ἀρχίδιον καὶ γενικῶς τὰ περισσότερα ποὺ ‘ς τὴν σημερινή γλώσσαν λήγουν σὲ -δι, -κι, -ρι.

Τὸ κοτόπουλον λ.χ. σίγουρα δὲν εἶναι ἡ κότα. Ἄλλο πράγμα ἡ κότα, ἄλλον τὸ κοτόπουλον. Τὸ πουλί γενικότερα εἶναι τὸ μικρόν. Λυκόπουλον (τὸ μικρόν τοῦ λύκου), γουρουνόπουλον (τοῦ χοίρου), ἀρχοντόπουλον (τοῦ ἄρχοντος| «ρηγόπουλο, αφεντόπουλο» γράφει ὁ Βιτσέντζος Κορνάρος), βλαχόπουλον (τὸ μικρόν βλαχάκι) κλπ.
Πουλί δὲν εἶναι τὸ πτηνόν. Πουλί μπορεί νὰ εἶναι ὁτιδήποτε.
Τὸ κοτόπουλον βεβαίως δὲν λήγει σὲ -δι, -κι, -ρι, εἶναι ἐνδεικτικόν ὅμως τοῦ πῶς μεγαλώνουν τὰ ζώδιαν ‘ς τὴν γλώσσαν ἡμῶν. Καὶ για νὰ ἀκριβολογοῦμε τὸ κοτόπουλον δὲν εἶναι κὰν ἡ νεαρά ὄρνις ἀλλά τὸ μικρόν, χνουδωτόν τε χαριτωμένον, ἄρτι ἐκκολαυθέν καὶ μή εδώδιμον κλωσόπουλον.

Μήπως ὅμως περιποιεῖ τιμήν γιὰ κάποιον νὰ καυχιέται ὅτι εἶναι ἄνδρας μὲ ἀρχίδια;
Δηλαδή; Δηλαδή ὑπερηφανεύεται κάποιος ὅτι τὰ ἔχει μικρά. Εἶναι λογικόν γιὰ κάποιον μὲ ἀρχίδια νὰ τὰ ἔχει σὰν καρύδια καὶ νὰ πολεμάει σὰν λεοντάριον ὅμως ὁ ἄνδρας ὁ βαρβάτος ἔχει ὄρχεις καὶ μάχεται σὰν τὸν λέοντα.

Ἴσως χαρακτηριστικότερο παράδειγμα νὰ εἶναι αύτό τοῦ κυνός που ἔγινε σκυλί, ἀπό τὸ ἀρχαῖον «σκύλαξ» που ἦτο τὸ σημερινόν κουτάβι. Χάθηκε δηλαδή μιά ὁλόκληρος λέξις, ὁ κύων γιατί προτιμήσαμε τὰ μικρά, τὰ χαριτομένα.

Ἐπειδή ὅμως ἡ γλῶσσα ἔχει ἀνάγκη ὑποκοριστικῶν, ἐδημιούργησεν ἄλλα, διαφορετικά σὲ κάθε περιοχήν τοῦ κολοσσιαίου Ἐλληνικοῦ χώρου, που φυσικά δὲν εἶναι αὐτή ἡ μικρά Ἑλλάς που βλέπομε σήμερον. Καταλήξεις -άκι (Κρήτη), -ούδ (Θράκη), -όπον (Πόντος) καὶ ἔτσι ἐδημιουργήθησαν λέξεις ὑβριδικά τέρατα ὅπως λ.χ.  λιονταράκι ή λιονταρόπον κλπ. Ἐνα φαινόμενον ποὺ ὁνόμασα ὑφυποκορισμόν χωρίς νὰ εἶναι βέβαιος γιὰ τὴν ἐπιλογήν μου (ἴσως ἐφυποκορισμός, δισυποκορισμός ἤ κάτι ἄλλον νὰ ἦτο σωστότερον). Δηλαδή ὑποκοριστικά ἐπί ὑποκοριστικῶν.

Τὶ ἄλλο ὅμως παρατηροῦμε πέρα ἀπό τὴν ὑπερμεγέθυνσιν τῶν ὑποκοριστικῶν;
Ὅτι χάνουν τὰ γένη των. Ὁ ἀρσενικός λέων γίνεται τὸ οὐδέτερον λιοντάρι(ον), ἡ ῥοιά → ρόδι(ον), ὁ παῖς → τὸ παιδίον, ὁ ὄνυξ → τὸ νύχι, (τὸ ἐλάδιον|λάδι, χταπόδι κἂ)· καὶ γενικότερα ἐδημιουργήθη ἔνα γλωσσικόν βασίλειον τῶν οὐδετέρων (οὐδέ-ἕτερον). Κάτι ἀνἀλογον συμβαῖνει καὶ ἐπί τῶν ἡμερῶν μας μὲ τὴν κατάργησιν τῶν τελικών -ξ, -ρ καὶ εἰδικῶς τοῦ -ν. Μὲ τὴν μή χρησιμοποίησιν τοῦ -ν χάνεται ἡ αἴσθησις τοῦ γἐνους (λ.χ. το λέοντα, το Χάρωνα, αντί τον λέοντα, τον Χάρωνα).

Μέ ὅλα τὰ παραπάνω συμπεραίνω ὅτι τὸ φαινόμενον τῆς ἀλλαγῆς τῶν ὀνομάτων καὶ ἀντικαταστάσεὼς των ἀπό τὰ ἀντίστοιχα ὑποκοριστικά μᾶλλον ἔχει νὰ κάνει μὲ κάποιο κοινωνιολογικόν φαινόμενον, ποῖος ξέρει; ἴσως σὲ κάποια ἐποχή τὰ παιδία νᾶ ἔμεναν περισσότερο μὲ τὰς μητέρας των ποὺ τὰ ὑπερχαϊδευαν ἤ κάτι ἄλλο. Ἴσως ἀλλέως, μὲ ἄλλην ψυχολογίαν νὰ μεγαλώνει ἕνας παῖς καὶ ἀλλέως ἕνα παιδίον.
Εἶναι μυστήριον πάντως πῶς ἔγινε αὐτή ἡ κοσμογονική ἀλλαγή.

Καί σήμερον ὅμως ὅποιος παρακολουθήσει τηλεοπτικὰς ἐκπομπὰς μαγειρικῆς παρατηρεῖ τοῦς μαγείρους νὰ λένε «βάζουμε λίγη ντοματούλα», «κόβουμε τὸ κρομμυδάκι», «ρίχνουμε τὸ ἀλατάκι μας» κλπ, δηλαδή ἡ ὑποκοριστομανία καλά κρατεῖ καὶ ἀντί νὰ κάμωμεν τὴν τρίχα τριχιά, ποιοῦμε τὴν τριχιάν τρίχαν.

Ἡ εἲδησις τῆς ἡμέρας εἶναι ἡ ἀνακοίνωσις τῆς παραιτήσεως τοῦ Πάπα.

Ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος ἐδήλωσεν ἐπί τῇ ἀνακοινώσει τῆς παραιτήσεως τοῦ Πάπα Ρώμης Βενεδίκτου ΙΣΤ΄τὰ ἀκόλουθα:

Μέ λύπην ἐπληροφορήθημεν τήν ἀπόφασιν τῆς Αὐτοῦ Ἁγιότητος τοῦ Πάπα Βενεδίκτου νά παραιτηθῇ τοῦ Θρόνου του, διότι μέ τήν σοφίαν καί τήν πεῖραν του θά ἠμποροῦσε νά προσφέρῃ ἀκόμη πολλά εἰς τήν Ἐκκλησίαν καί εἰς τόν κόσμον.

Ὁ Πάπας Βενέδικτος ἔβαλεν ἀνεξίτηλον τήν σφραγῖδα του εἰς τήν ζωήν καί τήν ἱστορίαν τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας ὄχι μόνον μέ τήν σύντομον παπωσύνην του ἀλλά καί μέ τήν ὅλην μακράν προσφοράν του ὡς θεολόγου καί Ἱεράρχου τῆς Ἐκκλησίας του, καί μέ τό πανθομολογούμενον κῦρος του.

Τά συγγράμματά του θά ὁμιλοῦν ἐπί μακρόν διὰ τήν βαθεῖαν θεολογικήν του κατάρτισιν, διὰ τήν γνῶσιν τῶν Πατέρων τῆς ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας, διὰ τήν ἐπαφήν του μέ τήν σύγχρονον πραγματικότητα, διὰ τό ζωηρόν ἐνδιαφέρον του διὰ τά προβλήματα τοῦ ἀνθρώπου.

Ἡμεῖς οἱ Ὁρθόδοξοι θὰ τόν τιμῶμεν πάντοτε ὡς φίλον τῆς Ἐκκλησίας μας καί πιστόν ὑπηρέτην τῆς ἱερᾶς ὑποθέσεως τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως καί θά χαίρωμεν πληροφορούμενοι διὰ τήν καλήν του ὑγείαν καὶ τήν παραγωγικήν θεολογικήν του ἐργασίαν.

Προσωπικῶς θά ἐνθυμούμεθα μέ συγκίνησιν τήν ἐπίσκεψίν του εἰς τήν ἕδραν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου πρό ἑξαετίας καί πλέον, καθώς καί τάς πολλάς συναντήσεις καί τήν καλήν συνεργασίαν πού εἴχομεν κατά τήν διάρκειαν τῆς πρωθιεραρχικῆς του διακονίας.

Εὐχόμεθα ἀπό τοῦ Φαναρίου ὁ Κύριος νά ἀναδείξῃ ἄξιον διάδοχόν του ἐπί κεφαλῆς τῆς ἀδελφῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης καί νά συνεχισθῇ καί μετ’ αὐτοῦ ή κοινή πορεία μας πρὸς τήν τῶν πάντων ἕνωσιν εἰς δόξαν Θεοῦ.

Στὸ σημεῖον αὐτό ἀς κάμουμε μὶα μικράν παρένθεσιν. Τὶ εἶναι αὐτή ἡ εἰκόνα στὴν εἰσαγωγικήν σελίδαν τοῦ Πατριαρχείου;
Ἂκου ἐκεί Apostle Andrew και Apostle Stachys !
Ἒτσι διεδόθη ὁ Χριστιανισμός; Μὲ αὐτήν τὴν γραφή; Ποῦ πῆγε τὸ Ἀπόστολος Ἀνδρέας – Ἀπόστολος Στάχυς;
Μήπως ἐντρέπεται τὸ Πατριαρχεῖον γιὰ τὴν Ἑλληνικήν γραφήν ἀφοῦ πλέον ὁ κόσμος δὲν εἶναι Ἑλληνόφωνος ἐν τῷ συνόλῳ;

Ἐν πάσῃ περιπτώσει, τὸ θέμα μας δέν εἶναι οὒτε ὁ Πατριάρχης οὒτε ὁ Πάπας ἀλλά τὸ τελικόν ‘ν’.
Παρακολουθούσα τὸ σημερινόν δελτίον εἰδήσεων τοῦ ΣΚΑΪ ὂταν αἲφνης ὁ δημοσιογράφος ἀνέγνωσε τὴν δήλωσιν τοῦ Πατριάρχου. Τρόμαξα.
Ὁ καημένος ὁ δημοσιογράφος, ἒχων ουδεμίαν σχὲσιν μὲ τὸ τελικόν -ν, θύμα γάρ τῆς περί τοῦ ἀνυπάρκτου χάσματος γενεῶν προπαγάνδας  – γιὰ τὸ ὁποῖον θὰ συγγράψω προσεχῶς – διάβαζε τὴν δήλωσιν ὡσάν Κινέζος, κάνοντας παύσιν σὲ κάθε ‘ν’ γιατί προφανῶς δὲν κατάλαβε ὃτι τὸ τελικόν -ν δὲν εἶναι τελεία οὒτε κόμμα.

Τὸ ν προφέρεται ἐπάνω στὴν ῥοή τοῦ λόγου καὶ δὲν εἶναι σημεῖον στίξεως.

Ἐπικολλῶ σχετικόν σχόλιον ποῦ ἐποίησα σὲ ἐτερον ἱστολόγιον μὲ θέμα τὸ τελικόν -ν:

Ὃλον τὸ μυστικόν κρύβεται σ’ αὐτήν τὴν φράσιν: «Κανένας Ἡρώδης δὲν θὰ τολμοῦσε νὰ διατάξει τὲτοια γενοκτονία τοῦ τελικοῦ -ν · ἐκτὸς ἄν τοῦ᾿λειπε ἡ ὀπτικὴ τοῦ ἤχου.»

Ἐπιτρέψατὲ μοι ὡς πόντιος νὰ ἒχω ἀκόμη τὴν ἀκουστικήν τοῦ τελικοῦ -ν τὸ ὁποῖον ὃμως δὲν εἶναι ἀπλῶς τελικόν ἀλλά καὶ ἀρχικόν συντοχρόνως, ὣσπερ κάθε κόψιμον τοῦ τόξου (ἢ τοξάριου ἢ δοξάριου) ἐπ’ἂνω στὰς χορδάς λύρας εἶναι μία ἀνάσα, μία μικρὰ διακοπή (μικρά ὃμως) χρωματίζουσα τὴν ἐπομένην τοξαρέαν. Δίχως αὐτὴν τὴν ἀπειροελαχίστης διαρκείας παύσιν δὲν ὑπάρχει καν μουσική.

Δὲν πρέπει ὃμως ὁ ὁμιλητής νὰ ἐστιάζει πολύ στὸ τελικόν -ν ἀλλά αὐτό νὰ τὸ προφέρει ἀνεπαισθήτως ἐντός τῆς φυσιολογικής ῥοῆς τοῦ λόγου. Ὃταν τίς ἐπιμένει στὸν ὑπερτονισμόν τοῦ -ν, ὁμοιάζει μ’ ἀρχάριον μουσικόν τοῦ ὁποῖου οἱ δάκτυλοι δὲν ὑπακοῦν λόγω ἀκαμψίας ἢ μὲ ἀτάλαντον χορευτήν τοῦ ὃποῖου τὰ πέλματα ἐφάπτονται ἐξ ὁλοκλήρου μὲ τὸ δάπεδον, μὲ τελικόν αποτέλεσμα τὴν ἒλλειψιν ἐλαστικότητος καὶ χάρης, αὐτό δηλαδή ποὺ περιπαικτικῶς ὁνομάζουμε πάτημαν ἂρκτου. Δὲν εἶναι ἐφικτόν νὰ μείνει ὁ χορευτής στὸν ἀέρα, δὲν εἶναι ὃμως καὶ χορός ἐάν κολλήσῃ εἰς τὸ πάτωμα.

Συνεπῶς δὲν γίνεται νὰ χρησιμοποιηθεῖ τὸ τελικόν -ν χωρίς ἐλαστικότηταν εἰς τὸν λόγον, χωρίς μακρότηταν τὲ βραχύτηταν εἰς τὰ φωνήεντα, χωρίς ὀξύτηταν ἢ βαρύτηταν εἰς τὸν τονισμόν. Διότι τὶ εἶναι ἡ ὁμιλία ἐάν δὲν εἶναι ἓνας χορός τῶν φωνητικῶν χορδῶν, ἐάν δὲν εἶναι μία τοξοτή λύρα; Δὲν ἀναφερόμαστε γάρ τυχαίως εἰς φωνητικήν ἂρθρωσιν διότι αὐτό ἀκριβῶς εἶναι ἡ φωνή, ἓνας τεράστιος μηχάνισμός μὲ πολλάς ἀρθρώσεις, λειτουργουσῶν ἀρμονικῶς παραγουσῶν δ’ ἒργον μέτ’ ἐλαχίστων δυνατῶν ἀπωλειῶν.

Τ’ ἡμέτερον πρόβλημα ἐπομένως δὲν εἶναι πρόβλημα ὁμιλίας, εἶναι πρόβλημα μουσικῆς και χοροῦ ἢ ἀκόμη καὶ πρόβλημα ἁρμονίας τὸ ὁποῖο ἀντανακλά καὶ εις τὴν ὁμιλίαν. Ἑάν δηλαδή ἡμεῖς οἱ πόντιοι διετηρήσαμεν τὸ τελικόν -ν οὗτο δὲν ἒγινε ἐπειδή τὸ μιλούσαμε ἀλλά ἐπειδή τὸ τραγωδήσαμε (καὶ τὸ τραγωδοῦμε). Μουσικοσυνθετῶν τὲ στιχουργῶν γαρ χρήζουμε κοὐχί φιλολόγων.

Περιττόν βεβαίως να ἀναφέρουμε ὃτι τὴν γενική «τοῦ Βενεδίκτου» τὴν ἐξέσχισαν ὡς συνήθως οἱ ἀγράμματοι, οἱ ὁποῖοι ὡς γνησίως ἀγράμματοι που εἶναι, λατρεύουν τὰς γλωσσικάς ἀπλοποιήσεις, ὃπως καὶ ὁ ἀνίκανος στὸν πολλαπλασιασμόν μαθητής, τὸν ἀπλοποιεῖ κάνοντας ὑπολογισμούς μὲ τὴν μέτρησιν τῶν χειροδακτύλων.
Τοῦ ΒενΈδικτου κλίνουν οἱ δημοσιοάγραφοι (ἀφοῦ εἶναι ἀπό τὰ ἂγραφα). Πάλι καλῶς που διατηροῦν άκόμη τῆν γενικήν πτώσιν καὶ δὲν λένε «τοῦ Βενέδικτος». Ἀυτό βεβαίως εἶναι ἂλλο τεράστιον θέμα.

Νάτη και η τηλεδιαφήμισις του ΒΗΜΑτος για το ένθετον που μάς μαθαίνει τα ορθά (του ποδαριού δηλαδή) ελληνικά! Δεν το έχω διαβάσει το ένθετον (αν και είμαι καχύποπτος καθώς όσον περισσότερον κάποιος καταστρέφει την Ελληνικήν, τόσον περισσότερον διαφημίζεται) απλώς ένα σχόλιον επί του διαφημιστικού διλήμματος:
Υπέγραψε ή υπόγραψε; (ποία είναι η σωστή προστακτική).

Τα διλήμματα είναι συνήθως εγκλωβιστηκά καθώς καλούμαστε να επιλέξουμε μεταξύ δύο προεπιλεγμένων λύσεων. Μερικά μάλιστα νήπια που μόλις έχουν αρχίσει να ομιλούν, επηρεάζονται και από την σειρά των λέξεων. Π.χ.:
Ερ. «Ποίον αγαπάς περισσότερον; Τον πάππον ή την γιαγιά;»
Απ. «Την γιαγιά»
Ερ. «Ποίον αγαπάς περισσότερον; Την γιαγιά ή τον πάππον;»
Απ. «Τον πάππον».

Η σωστή απάντησις στο «Υπέγραψε ή υπόγραψε» κατά την άποψιν μου είναι:
Ούτε το ένα, ούτε το άλλο.
Το σωστόν είναι: Υπόγραψον.

Μα είναι αρχαιοπρεπές, θα σπεύσει να πει κάποιος.
Ε και;
Απαγορεύονται μήπως τα αρχαιοπρεπή;
Υπάρχει κάποιος νόμος που να απαγορεύει την χρήσιν αρχαιοπρεπών μορφών;
Μα τα αρχαία είναι νεκρά γλώσσα, θα πει κάποιος άλλος.
Σοβαρά;
Δηλαδή εάν προστάξουμε σε κάποιον «Υπόγραψον εδώ» δεν θα μας κατανοήσει;
Μήπως η ποντιακή είναι και αυτή νεκρή διάλεκτος; Ή μήπως και κάποιες άλλες μικρασιατικές διάλεκτοι στις οποίες διασώζεται η αρχαιότροπος προστακτική εις -σον δεν είναι Ελληνικές;
Μήπως στον εκκλησιαστικό λόγο δεν ακούμε καθημερινά προστακτικές τέτοιας μορφής;

Η σωστή λοιπόν και Ελληνική προστακτική είναι αυτή που λήγει σε -σον. Αν κάποιοι Έλληνες την έχασαν στο πέρασμα του χρόνου, καιρός να την επαναφέρουν γιατί και κατανοητή είναι (δεν είναι άγνωστος σε κανέναν Έλληνα πλην των ψευδοελλήνων δηλαδή των άρτι ελληνοποιηθέντων) και ολοζώντανος αφού δεν έπαψε να χρησιμοποιείται εδώ και χιλιάδες χρόνια.

Εξάλλου ακόμη και η ίδια η ύπαρξις του διλήμματος πρέπει να μας προβληματίσει γιατί ουσιαστικώς τονίζει ένα υπαρκτόν πρόβλημα των απλοποιήσεων. Δεν είναι ολίγες οι φορές που (όπως συμβαίνει και σε πολλές άλλες περιπτώσεις) οι απλοποιήσεις δημιουργούν συγχύσεις μεταξύ πτώσεων, προσώπων, χρόνων κλπ που μάλιστα βλάπτουν πολλαπλώς. Από την στιγμήν που κάποιος θα προστάξει «υπέγραψε» πολύ πιθανόν αναφερόμενος σε τρίτο πρόσωπο αορίστου να πει «αυτός υπόγραψε» και γενικότερα να αποκτήσει λανθασμένη περί αυξήσεων αντίληψιν, επιβεβαιώνοντας το «ενός κακού μύρια έπονται».

Συνεπώς, συνοψίζω, το «υπόγραψον»:

  • Είναι ελληνικόν.
  • Είναι κατανοητόν.
  • Είναι ολοζώντανον
  • Δεν δημιουργεί συγχύσεις.

Άρα είναι το σωστόν αφού πληρεί όλας τας απαραιτήτους προϋποθέσεις.

Στην ιδίαν διαφήμισιν μάς μαθαίνουν το πότε να βάζουμε το τελικόν ‘ν’.
Επ’ αυτού έχουμε τοποθετηθεί σε άλλο άρθρο.